Στη συλλογή “Επ’ αυτού” συνδυάζετε σονέτο, χαϊκού και τριολέτο, τρεις ιδιαίτερα απαιτητικές φόρμες. Τι σας οδήγησε σε αυτήν τη μορφολογική επιλογή; Ήταν πρόκληση ή ανάγκη;
Στη συλλογή “Επ’ αυτού”, εκείνο το οποίο αποπειράθηκα – ή εκείνο το οποίο νομίζω ότι αποπειράθηκα – είναι να κατασκευάσω μια μηχανή διάρρηξης της φόρμας, με σκοπό να συνομιλήσω μαζί της σε έναν χώρο πιο ευρύχωρο, πιο ανοικτό, εν πολλοίς πιο ενδεχομενικό. Ριζωματικό, όπως θα’ λεγε ο Ντελέζ. Δεν πρόκειται δηλαδή για αρνητική ή/και πολεμική πρακτική, αλλά για τη διαρκή εφεύρεση μιας κατάστασης, τη διαρκή αναζήτηση μιας διαδικασίας καλύτερα, που επιθυμεί να υπερβεί τις κατεστημένες αντιλήψεις περί των ποιητικών μορφών και να συγκρουστεί με – ή μάλλον να διαφύγει από – τόσο την παραδοσιακή οπτική που επικρατεί για τις «μεγάλες» ποιητικές φόρμες, όσο και την «ελευθερία» του ελεύθερου στίχου. Άλλωστε, μην κάνει κανείς το λάθος να ξεχάσει το γεγονός ότι η – όποια – μορφή της ποίησης δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.
Το ποιητικό σας ύφος είναι στοχαστικό, υπαινικτικό, με λέξεις που συχνά λειτουργούν ως έννοιες-κλειδιά. Πώς εργάζεστε με τη γλώσσα; Ποια είναι η σχέση σας με τη “συμπύκνωση”;
Ως προς τη γλώσσα λέω τούτο: η γλώσσα είναι ροές, είναι ασύμμετρες τροχιές που εργάζονται για την εμφάνιση πιθανοτήτων. Συνεπώς, κατανοεί κανείς εύλογα τον λόγο για τον οποίο η σχέση της γλώσσας με την ποίηση είναι μια σχέση – συχνά απολύτως – φυσική. Στη γλώσσα ανάγεται ολόκληρη η στάθμη του κόσμου και αποδίδεται το ασταθές και μονίμως μεταβαλλόμενο “είναι” του. Εγώ το μόνο που προσπάθησα ήταν να δραστηριοποιηθώ – πάντα μη θέλοντας να στεριώσω – μέσα στους ά-τοιχους χώρους της γλώσσας. Αν υπάρχουν λέξεις που εμφανίζονται και λειτουργούν ως έννοιες-κλειδιά, αυτό είναι μόνο το αποτέλεσμα των στάσεών μου, που όμως το στίγμα τους εξαφανίζεται αλλάζοντας συνεχώς θέση, στάση, ομιλία και αντίδραση. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορεί κανείς να πει ότι ολόκληρη η συλλογή είναι μια έννοια-κλειδί.
Η ποίησή σας, αν και πυκνή, έχει μια έντονη φιλοσοφική και υπαρξιακή διάσταση. Θα λέγατε πως τα ποιήματά σας είναι σκέψεις μεταμφιεσμένες σε μορφή;
Σίγουρα μέχρι ενός σημείου οι σκέψεις που παρήγαγα και διατύπωσα είναι σκέψεις μεταμφιεσμένες σε μορφή. Είναι ένα παιχνίδι πολλαπλότητας μεταξύ σημείων. Ωστόσο, υπάρχει και περαιτέρω σημασία. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι δεν αντιμετώπισα την ποίηση από μια φιλοσοφική και υπαρξιακή σκοπιά. Είναι κάτι που ποτέ δεν – μπορώ να – κάνω. Αντίθετα, αντιλαμβάνομαι την ποίηση τόσο ως υπόσταση, όσο και ως πρακτική και τεχνική, ως μια αισθητική δράση φιλοσοφίας, ως μια επιτελεστική πρακτική (ανα)στοχασμού. Αυτό θα πει ότι αντιλαμβάνομαι τον ποιητικό λόγο ως μία άσκηση ρευστότητας της παγιωμένης συμπεριφοράς και αντικειμενικής αντίληψης που ενδιαφέρεται για την αποσυναρμολόγηση των όντων και των πραγμάτων του κόσμου (καθώς και του ίδιου του κόσμου – ο τελευταίος ως κολλάζ περιβαλλόντων σε συνεχή αλληλεπίδραση), τη διατάραξη της ταυτότητας και την αποκέντρωση του εαυτού και του νοήματος.
Στο απόσπασμα που παραθέτετε, γίνεται λόγος για “κραυγές” και “πάρεργα της ντροπής”. Υπάρχει στην ποίησή σας ένας απόηχος συλλογικής μνήμης ή ομιλείτε για προσωπικά βιώματα μέσα από αφαιρετικό πρίσμα;
Δεν πιστεύω στη διάκριση συλλογικού/ατομικού, στο δίπολο δημόσιο/ιδιωτικό κλπ. Τουλάχιστον όχι με τη στατική και καθολική έννοια. Θεωρώ ότι κάθε υποκείμενο, αλλά και καθετί στον κόσμο, αποτελεί μια πολύπυκνη σύνθεση ερετοτήτων. Εκείνο με το οποίο επιχείρησα να καταπιαστώ, ήταν να εκτεθώ στον δικό μου καθρέφτη και να εκθέσω τη μορφή και το περιεχόμενό του. Ωστόσο, μην αγνοούμε ότι ο καθρέφτης βρίσκεται κάπου στο παρόν, βρισκόταν κάπου στο παρελθόν – πριν βρεθεί στο παρόν – και κάπως αποκτήθηκε.
Το μικρό μέγεθος του βιβλίου “τσέπης” έρχεται σε αντιστροφή με το “βάθος” της σκέψης που περιέχει. Υπάρχει εδώ μια πρόθεση να γίνει η ποίηση φορητή, καθημερινή;
Το να καταστεί η ποίηση φορητή και καθημερινή είναι κάτι παραπάνω από επιθυμητό. Και χαίρομαι πολύ αν κάτι τέτοιο μπορεί να εξαχθεί σημειολογικά με τον τρόπο που αναφέρετε. Όμως, δεν νομίζω ότι μπορούμε να ελπίζουμε σε έναν τέτοιο – ριζοσπαστικό θα έλεγα – μετασχηματισμό της ποίησης, ασχολούμενοι με κλινικές και εργαστηριακές μεθόδους. Θέλω να πω, το αίτημα για θετική γείωση της ποιητικής τέχνης, δεν εκφράζει μόνο την αλλαγή κατάστασης της τελευταίας, δεν περιορίζεται δηλαδή μόνο στα χωράφια του ποιητικού φαινομένου. Αντίθετα, αποτελεί αίτημα, ή καλύτερα επιθυμία, για επανασύσταση του ίδιου του κόσμου.
Αν μπορούσατε να συνοψίσετε τι είναι για εσάς “Επ’ αυτού”, το ίδιο το “αυτό”, τι θα λέγατε; Μιλάτε για το υπαρξιακό ερώτημα, την ουσία του είναι ή κάτι πιο υπόγειο;
Δεν θα μπορούσα ποτέ να μιλήσω ευθέως για το τι σημαίνει “Επ’ αυτού”.
