Χόρχε
Λουίς Μπόρχες: ένας λόγος για τη λογοτεχνία εκ των έσω
του Μιχάλη Κατσιγιάννη
Οι
περιπλανήσεις της γραφής
Τι έκανε ακριβώς
ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ως συγγραφέας; Τι προσπάθησε; Ο Μπόρχες, με το πολυσχιδές
του λογοτεχνικό – και μη – έργο, δίδαξε ασφάλεια ή μάλλον το γεγονός ότι η
γραφή είναι ασφάλεια, παρέχει ασφάλεια και χαρίζει ασφάλεια. Όμως, τι θα πει
αυτό; Εδώ, η ασφάλεια έχει την έννοια της σαγήνης, της γαλήνης που ο/η
αναγνώστης/στρια δέχεται ποικιλοτρόπως μέσα από τη γραφή και απομακρύνεται από το
βιωμένο, το άλλοτε πραγματικό και ρεαλιστικό, και αφήνεται στις δυνάμεις της
φαντασίας και της ονειροπόλησης μέχρι που χάνεται στα βάθη της πλήρους
ακινησίας, της μεγάλης σιωπής, και εκεί κρύβεται η σπουδαιότερη ενεργητικότητα.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης μπορεί ίσως να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε σε βάθος τον
λογοτεχνικό χαρακτήρα του αργεντινού συγγραφέα:
μοντέρνος ή μεταμοντέρνος;
Λογοτέχνης ή φιλόσοφος; (ο ίδιος θα χλεύαζε τα ερωτήματα, πόσο μάλλον τις τυχόν
απαντήσεις). Ας τολμήσω να πω ότι ο Μπόρχες εκπροσωπεί επάξια τη λογοτεχνία που
φιλοσοφεί και όχι, ασφαλώς, τη φιλοσοφία που λογοτεχνίζει. Γι’ αυτό και τα περισσότερα
διηγήματά του αποφαίνονται, προτείνουν σκανδαλιστικές απόψεις σε προαιώνια
ζητήματα, ενώ τα περισσότερα δοκίμιά του αναρωτιούνται, ταλαντεύονται
χαριτόβρυτα, σαν τα πιο γοητευτικά
αστυνομικά αινίγματα (2005: 19-20).
Έχοντας πει αυτά
αντί εισαγωγής, στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου, θέλω να παρουσιάσω και να
συζητήσω ορισμένες θεωρητικές πτυχές – έτσι όπως αυτές παρουσιάζονται στο
βιβλίο ‘Η τέχνη του στίχου’ (2018) – του παράξενου εκείνου συγγραφικού υποκειμένου
που ακούει στο όνομα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, έχοντας όμως πάντα στο νου ότι η
σκέψη και το έργο «αν και θαυμάσια προσιτό, δεν προσφέρεται για ευκολοχώνευτες
συνταγές: αντίθετα, είναι γεμάτο βαθιές προσωπικές σκέψεις, και δεν είναι ούτε
αφελές ούτε κυνικό» (Mihailescu, 2018: 175).
Το
μη πεπερασμένο και μαγικό ‘είναι’ της ποίησης
Ο Μπόρχες μιλά
για την ποίηση, για το πιο τραγικό συμβάν δηλαδή που συμβαίνει στο – και μέσα
στο – λόγο. Αυτό είναι κάτι που από μόνο του ως γεγονός προκαλεί μια απαράμιλλη
ευχαρίστηση, μια ηδονική ικανοποίηση. Ο
Μπόρχες, θυμίζει ανεξάντλητη φρεσκάδα, φέρνει πάντοτε στο νου μια ένωση απαλού
και γλυκού μυστηρίου. Έτσι, όταν αποφασίζει να αφουγκραστεί το ποιητικό
φαινόμενο κι έπειτα να μας το παρουσιάσει, δεν έχουμε παρά να αδημονούμε
ευχάριστα.
Σκεπτόμενος την
ποίηση, ο Μπόρχες «πραγματεύεται το οντολογικό status» της τελευταίας, όπως παρατηρεί ο Calin-Andrei
Mihailescu (2018: 172), επιχειρώντας όχι να μεγαλοστομήσει ή/και να αφεθεί στην
ψευδεπίγραφη ασφάλεια της έπαρσης και της αυταρέσκειας. Δεν ασχολείται δηλαδή
με το αφελές έργο της απολυτοποίησης των πορισμάτων του και της μετατροπής
αυτών σε δόγμα το οποίο ο/η αναγνώστης/στρια πρέπει να εμπιστευθεί και πιστέψει
τυφλά. Προσπαθεί κάτι τελείως διαφορετικό: τον ενδιαφέρει η εμπειρία. Έτσι,
στοχάζεται όχι γύρω από την ποίηση αλλά μέσα στην ποίηση, σύρεται βαθιά μέσα
της, εγκλείεται στους στίχους της, ενσωματώνεται σε αυτούς πλήρως – σαν να ήταν
φυσικό τους ον – και διανοίγει ασύμμετρα και προς πάσα κατεύθυνση το μη
πεπερασμένο και μαγικό της ‘είναι’. Κατανοούμε λοιπόν ότι ο Μπόρχες ανέλαβε ένα
περίπλοκο εγχείρημα.
Ο Μπόρχες ξεκινά
την ανάλυσή του με φράσεις όπως: «δεν έχω αποκαλύψεις να προσφέρω» (2018: 9), «έχω
να προσφέρω μόνο τις αμηχανίες μου», «μπορώ να προσφέρω μόνο αμφιβολίες», «μπορώ
να σας προσφέρω μόνο καθιερωμένες από τον χρόνο αβεβαιότητες», «το μόνο που
επιθυμώ είναι να μοιραστώ αυτές τις αβεβαιότητες μαζί σας» (2018: 10). Κι έπειτα, μας εισάγει στην πολυδιάστατη
σκέψη του για το τι είναι η ποίηση, πώς μπορούμε να την προσεγγίσουμε και πώς
μπορούμε να την αντιληφθούμε:
έχω περάσει τη ζωή μου
διαβάζοντάς, αναλύοντας, γράφοντας (ή προσπαθώντας να γράψω) και
απολαμβάνοντας. Κατάλαβα πως το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι το τελευταίο.
Απολαμβάνοντας την ποίηση, έχω φτάσει σε μιαν οριστική άποψη γι’ αυτήν. Πράγματι,
κάθε φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με μια λευκή σελίδα, νιώθω πως πρέπει να
ξαναανακαλύψω τη λογοτεχνία για τον εαυτό μου (Μπόρχες, 2018: 9-10).
Ο Μπόρχες
αποστρέφεται την στείρα θεωρητικοποίηση της ποίησης και των διεργασιών της.
Θεωρεί ότι περισσότερο βλάπτει παρά προσφέρει, αφού εγκλωβίζει τη δημιουργία
και τη μεταβαλλόμενη και ρευστή κατάσταση και θέση της σε μια ορθολογική φυλακή,
στατικοποιόντας τη:
όσες φορές κοίταζα βιβλία
αισθητικής, είχα το άβολο συναίσθημα ότι διάβαζα τα έργα αστρονόμων που δεν
κοίταξαν ποτέ τους τα άστρα. Εννοώ ότι έγραφαν για την ποίηση ως εάν η ποίηση
επρόκειτο για καθήκον και όχι γι’ αυτό που πράγματι είναι: πάθος και χαρά
(Μπόρχες, 2018: 11).[1]
Αυτή η διατύπωση
του Μπόρχες μας δίνει το στίγμα και την πρόθεσή του. Για τον αργεντινό, η
ποίηση είναι εδώ, είναι πάντα εδώ: «η ζωή […] είναι φτιαγμένη από ποίηση. Η
ποίηση δεν είναι ξένη […] παραμονεύει στη γωνία. Μπορεί να μας αιφνιδιάσει ανά
πάσα στιγμή» (Μπόρχες, 2018: 11).[2] Ο Μπόρχες,
θα δει στην ποίηση όχι μόνο την εργαλειακή, τεχνοκρατική της θα λέγαμε
διάσταση, αλλά κάτι ουσιαστικοτερο: το χρώμα του κόσμου, τη ζωντάνια που τον
κινεί και μας κινεί και δίνει πολύ μεγάλη σημασία σε αυτό:
το γεγονός ότι η ποίηση, η
γλώσσα, δεν ήταν μόνο ένα μέσο επικοινωνίας αλλά μπορούσε επίσης να είναι πάθος
και χαρά – όταν αυτό μου αποκαλύφθηκε, δεν νομίζω ότι κατάλαβα τις λέξεις, αλλά
ένιωσα ότι κάτι μου συνέβαινε. Συνέβαινε όχι απλώς στη διάνοιά μου αλλά σε
ολόκληρο το είναι μου, στη σάρκα και στο αίμα μου (Μπόρχες, 2018: 15).
Η ποίηση λοιπόν,
δεν είναι κτήμα – που εμπεριέχεται μέσα σε ένα βιβλίο – προς ανακάλυψη ή/και
κατάκτηση: «τα βιβλία είναι μόνο αφορμές για ποίηση» (Μπόρχες, 2018: 12):
γιατί τί είναι ένα βιβλίο
καθεαυτό; Ένα βιβλίο είναι ένα υλικό αντικείμενο σ’ έναν κόσμο υλικών
αντικειμένων. Είναι ένα σύνολο νεκρών σημείων. Κι έπειτα εμφανίζεται ο σωστός
αναγνώστης και οι λέξεις – ή μάλλον η ποίηση πίσω από τις λέξεις, γιατί οι
λέξεις καθεαυτές είναι απλά σύμβολα – ζωντανεύουν και έχουμε μια ανάσταση της
λέξης (Μπόρχες, 2018: 12).
Σχολιάζοντας την
εμπειρία που προσφέρει η ποίηση, ο Μπόρχες σημειώνει ότι «υπάρχει κάτι το
μυστηριώδες στη τέχνη […] η τέχνη συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζουμε ένα ποίημα»
(Μπόρχες, 2018: 16):
νομίζω πως η πρώτη ανάγνωση ενός
ποιήματος είναι η αληθινή και πως μετά απ’ αυτήν ξεγελάμε τους εαυτούς μας
νομίζοντας ότι η αίσθηση, η εντύπωση, επαναλαμβάνεται […] αυτό μπορεί να είναι
απλή προσκόλληση στην πρώτη εντύπωση, ένα απλό παιχνίδι της μνήμης, μια απλή
σύγχυση μεταξύ του πάθους μας και του πάθους που νιώσαμε κάποτε. Έτσι, θα
μπορούσε να ειπωθεί ότι η ποίηση είναι μια καινούργια εμπειρία κάθε φορά. Κάθε
φορά που διαβάζω ένα ποίημα, η εμπειρία τυχαίνει να εμφανίζεται. Και αυτό είναι
η ποίηση (Μπόρχες, 2018: 15-16).
Κατ’ αυτόν τον
τρόπο, ο Μπόρχες αντιτίθεται στην ιδέα της καθολικής και αναλλοίωτης
αισθητικής, της στάσιμης και αμετάβλητης ομορφιάς και συνεπώς «παρακάμπτει την καθιερωμένη
ιδέα για τους κλασικούς, την ιδέα των αιώνιων βιβλίων στα οποία μπορεί να
βρίσκει κανείς πάντα την ομορφιά»
(Μπόρχες, 2018: 16): «η ομορφιά
βρίσκεται παντού γύρω μας» (Μπόρχες, 2018:
27). Όπως γράφει χαρακτηριστικά: «δεν θεωρώ πως το βιβλίο είναι πράγματι ένα
αθάνατο αντικείμενο που πρέπει να συλλέγεται και να λατρεύεται πρεπόντως, αλλά
μια αφορμή για ομορφιά. Και έτσι πρέπει να είναι, γιατί η γλώσσα μεταβάλλεται
συνεχώς» (Μπόρχες, 2018: 21).
Αυτή η
συλλογιστική του Μπόρχες, καταλήγει στην αμφισβήτηση δύο παθογενειών που
διαχρονικά τυραννούν το χώρο της λογοτεχνίας και τον μετατρέπουν σε ένα άχαρο
πολεμικό πεδίο: τον ελιτισμό και την πρωτοτυπία:
σχετικά με τον αν ένα ποίημα έχει
γραφτεί από έναν μεγάλο ποιητή ή όχι, αυτό είναι σημαντικό μόνο για τους
ιστορικούς της λογοτεχνίας. Ας υποθέσουμε […] πως έχω γράψει έναν όμορφο στίχο
[…] από την στιγμή που τον έγραψα, ο στίχος αυτός δεν μου κάνει καλό, γιατί,
όπως έχω ήδη πει, ο στίχος αυτός μου ήρθε από το Άγιο Πνεύμα, από τον
ανεπίγνωστο εαυτό μου, ή ίσως από κάποιον άλλον συγγραφέα. Συχνά βρίσκω πως
απλώς παραθέτω κάτι που διάβασα καιρό πριν, κι έπειτα αυτό γίνεται μια νέα
ανακάλυψη. Είναι ίσως καλύτερα ένας ποιητής να είναι ανώνυμος (Μπόρχες, 2018:
27-28).
Επιστρέφω στα
αρχικά ερωτήματα: εν τέλει, τι είναι η ποίηση;, πώς μπορούμε να την
προσεγγίσουμε;, πώς μπορούμε να την αντιληφθούμε; Ο Μπόρχες μας βοηθά να δώσουμε
απαντήσεις στους γρίφους αυτούς, όχι βέβαια μέσω διδαχής και παρότρυνσης, αλλά κρατώντας
ανοικτή την ερώτηση, την απορία, και δείχνοντας και πάλι την αποστροφή του στη
στατική ασφάλεια των ορισμών: «κάνουμε ένα πολύ συνηθισμένο λάθος, όταν
θεωρούμε πως δεν γνωρίζουμε κάτι επειδή δεν είμαστε ικανοί να το ορίσουμε»
(Μπόρχες, 2018: 30). Για τον Μπόρχες,
δεν χρειάζεται να κυνηγάμε εξωτερικά το ποιητικό φαινόμενο γιατί πολύ απλά «ξέρουμε
τι είναι η ποίηση» (Μπόρχες, 2018:
30):
το ξέρουμε τόσο καλά που δεν μπορούμε
να το ορίσουμε με άλλες λέξεις, όπως δεν μπορούμε να ορίσουμε τη γεύση του
καφέ, το κόκκινο ή το κίτρινο χρώμα, ή την έννοια του θυμού, της αγάπης, του
μίσους, της ανατολής, του ηλιοβασιλέματος, ή της αγάπης μας για την πατρίδα.
Αυτά τα πράγμα είναι τόσο βαθιά μέσα μας, που μπορούν να εκφραστούν μόνο με
εκείνα τα κοινά σύμβολα που μοιραζόμαστε. Έτσι, γιατί να χρειαστούμε άλλες
λέξεις; […] ο καθένας ξέρει πού να βρει την ποίηση. Και όταν αυτή έρχεται,
νιώθει κανείς το άγγιγμά της, αυτό το ιδιαίτερο μυρμήγκιασμα που προκαλεί
(Μπόρχες, 2018: 31).
Γράφοντας
και διαβάζοντας
Ο Μπόρχες κάνει
λόγο για δύο είδη ποιητικής γραφής, «δύο τρόποι να χρησιμοποιήσει κανείς την
ποίηση», (Μπόρχες, 2018: 114), όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, διαβεβαιώνοντας
τον/την αναγνώστη/στρια πως «υπάρχουν κι άλλοι πολλοί βέβαια» (Μπόρχες, 2018: 114). Πιο συγκεκριμένα, αυτοί οι δύο
τρόποι συνίστανται κατά τον Μπόρχες στο ύφος, το οποίο διαχωρίζεται σε «απλό
ύφος» και «περίτεχνο ύφος» (Μπόρχες, 2018: 115).
Σε ότι αφορά το
απλό ύφος, ο/η ποιητής/τρια μεταχειρίζεται συνηθισμένες, «κοινές λέξεις» και
προσπαθεί «να τις κάνει κατά κάποιον τρόπο ασυνήθιστες – να παράγει μυστήριο
απ’ αυτές» (Μπόρχες, 2018: 114). Στοιχειοθετώντας
περαιτέρω τη σκέψει του, ο Μπόρχες παραθέτει ως παράδειγμα τους ακόλουθους
στίχους του Edmund Blunden (Μπόρχες, 2018: 114): «Υπήρξα νέος και τώρα δεν
είμαι πολύ γέρος̇/κι έχω δει τον χρηστό άνθρωπο εγκαταλειμένο,/την υγεία του,
την τιμή του και την αξία του χαμένη./Αυτό δεν μας το είχαν πει από την αρχή».
Σε ότι αφορά το περίτεχνο
ύφος, που όλοι/ες έχουμε μια κάποια εικόνα για το τι είναι και πώς
συμπεριφέρεται, ο Μπόρχες παραπέμπει σε μία φράση τριών λέξεων, από τον James
Joyce (Μπόρχες, 2018: 114-115): «λαμπεροπύλες από ελεφαντόδοτο». Πλήρως
κατανοητός ο λόγος της επιλογής.
Ωστόσο, για τον
Μπόρχες, αυτός ο δυισμός είναι μάλλον πλασματικός και αποπροσανατολιστικός. Ο
λόγος περί απλού και περίτεχνου ύφους «είναι λάθος, γιατί το σημαντικό και το
ουσιώδες είναι το γεγονός ότι η ποίηση πρέπει να είναι ζωντανή ή νεκρή, όχι ότι
το ύφος πρέπει να είναι απλό ή σύνθετο» (Μπόρχες,
2018: 115). Αυτό το τελευταίο, «εξαρτάται από τον ποιητή» (Μπόρχες, 2018: 115).
Όπως ο ίδιος σημειώνει: «μπορούμε […] να έχουμε πολύ χτυπητή ποίηση γραμμένη
απλά και αυτού του είδους η ποίηση είναι για μένα όχι λιγότερο θαυμαστή (στην
πραγματικότητα, μερικές φορές τη βρίσκω περισσότερο θαυμαστή) απ’ όσο η άλλη»
(Μπόρχες, 2018: 115-116):
θεωρώ πως το να γράφει κανείς με
περισπούδαστο τρόπο είναι λάθος. Το θεωρώ λάθος γιατί αποτελεί ένδειξη
κενότητας, και ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται αυτό. Αν ο αναγνώστης βρίσκει ότι
έχεις ηθικό έλλειμμα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να σε θαυμάζει ή να σε ανέχεται
(Μπόρχες, 2018: 140).
Ενθυμούμενος τη
δική του προσωπική λογοτεχνική διαδρομή, ο Μπόρχες ομολογεί ότι ο ελεύθερος
στίχος του φαινόταν πιο εύκολος σε σχέση με την παραδοσιακή έμμετρη ποίηση (Μπόρχες,
2018: 138). Ωστόσο, αργότερα στον λογοτεχνικό του βίο, αυτή η εικόνα άλλαξε: «σήμερα
είμαι εντελώς βέβαιος ότι ο ελεύθερος στίχος είναι πολύ πιο δύσκολος από τις
έμμετρες και κλασικές μορφές» (Μπόρχες, 2018:
138). Πώς δικαιολογεί αυτή του τη νέα θέση; Ο Μπόρχες καταφεύγει θα λέγαμε στην
πρακτικότητα της ποιητικής εργασίας, αλλά και στην πρόσληψη του/της
αναγνώστη/στριας. Όπως υπογραμμίζει σχετικά με το πρώτο: «αν επινοηθεί ένα
σχήμα – ένα σχήμα από ρίμες, παρηχήσεις, συνηχήσεις, μακρές και βραχείες
συλλαβές και ούτω καθεξής – δεν έχει κανείς παρά να επαναλαμβάνει το σχήμα αυτό»
(Μπόρχες, 2018: 138). Ενώ σχετικά με το δεύτερο σημειώνει: «το αυτί έχει συνηθίσει
να περιμένει κάτι, κι έπειτα δεν παίρνει αυτό που περιμένει. Του δίνεται κάτι
άλλο̇ κι αυτό το άλλο θα πρέπει να είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια αποτυχία και
μαζί μια ικανοποίηση» (Μπόρχες, 2018: 139).
Ο Μπόρχες,
μεταβαίνοντας στην ανάγνωση, και κάνοντας λόγο για «πεποιθήσεις» (2018: 118-122),
σχολιάζει ξεχωριστά την ανάγνωση του πεζού και του ποιητικού λόγου, εντάσσοντας
όμως τις αναγνώσεις και των δύο κάτω από την θεωρητική ομπρέλα της «αναστολής
της δυσπιστίας» του Samuel Taylor Coleridge (Μπόρχες, 2018: 118). Όπως γράφει
χαρακτηριστικά: «όταν διαβάζουμε έναν συγγραφέα (είτε μιλάμε για ποίηση είτε
πεζογραφία είναι το ίδιο πράγμα), είναι σημαντικό να πιστεύουμε σ’ αυτόν. Ή
μάλλον, να πετυχαίνουμε εκείνη την εκούσια αναστολή
της δυσπιστίας» (Μπόρχες, 2018: 118).
Σε ό,τι αφορά
την ανάγνωση του πεζού λόγου, ο Μπόρχες δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στη σχέση
του/της αναγνώστη/στριας με τον κεντρικό λογοτεχνικό χαρακτήρα. Λέει χαρακτηριστικά
ότι «η πίστη μας βασίζεται στο γεγονός ότι πιστεύουμε στον κεντρικό ήρωα. Αν
πιστεύουμε σ’ αυτόν, όλα είναι καλά» (2018:
119). Θέλοντας να εξηγηθεί περεταίρω, αναφέρει τον αγαπημένο του Δον Κιχώτη:
το πραγματικά σημαντικό είναι ότι
πιστεύω στον ίδιο τον Δον
Κιχώτη […] πιστεύω πραγματικά στον ίδιο τον ιππότη. Ακόμη κι αν μου έλεγε
κάποιος ότι τα πράγματα αυτά δεν συνέβησαν ποτέ, θα συνέχιζα να πιστεύω στον Δον Κιχώτη, όπως πιστεύω στον
χαρακτήρα ενός φίλου (Μπόρχες, 2018: 119).
Σε ό,τι αφορά
την ανάγνωση του ποιητικού λόγου, ο Μπόρχες σημειώνει τη διαφορά που υφίσταται:
τις μεταφορές που συνήθως χαρακτηρίζουν το λόγο των ποιητών/τριών. «Οι
μεταφορές», λέει ο Μπόρχες, «δεν χρειάζονται να γίνονται πιστευτές» (2018: 120-121). Αλλού κρύβεται η ουσία: «το
πραγματικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι θα έπρεπε να σκεφτόμαστε πως
ανταποκρίνονται στο αίσθημα του συγγραφέα. Αυτό, θα έλεγα, είναι αρκετό»
(Μπόρχες, 2018: 121). Και συνεχίζει
λέγοντας για τους/τις ποιητές/τριες: «οι λέξεις τους, οι στροφές τους μπορεί να
είναι παρατραβηγμένες̇ μπορεί να βρίσκουμε σ’ αυτές περίεργα πράγματα. Αλλά μας
κάνουν να νιώθουμε ότι το αίσθημα πίσω από εκείνες τις λέξεις είναι αληθινό»
(Μπόρχες, 2018: 122). «Αυτό εννοώ όταν μιλώ για πεποιθήσεις στην ανάγνωση της ποίησης»
(Μπόρχες, 2018: 121).
Ο
εξομολογητικός μονόλογος ενός συγγραφέα
Ο Μπόρχες θα
πει: «το κεντρικό γεγονός της ζωής μου αποτέλεσε η ύπαρξη των λέξεων και η
δυνατότητα να υφαίνω αυτές τις λέξεις σε ποίηση» (Μπόρχες, 2018: 127). Ωστόσο,
ο αργεντινός αυτοπροσδιορίζεται πρωτίστως ως αναγνώστης. Όπως λέει
χαρακτηριστικά: «θεωρώ τον εαυτό μου κυρίως αναγνώστη […] έχω τολμήσει την
περιπέτεια της γραφής̇ αλλά πιστεύω πως αυτά που έχω διαβάσει είναι πολύ πιο
σημαντικά απ’ αυτά που έχω γράψει» (Μπόρχες, 2018: 123-124). Αυτή η άποψη του
συγγραφέα για τον εαυτό του, μας δίνει να καταλάβουμε όχι το μεγαλείο μιας
παραχωρητικής διάθεσης, αλλά την εγρήγορση και την περιέργεια του ταξιδευτή,
του συλλέκτη, του περιπλανώμενου της λογοτεχνίας. Αυτή η παραδοχή, μπορεί να
φανεί στον/στην αναγνώστη/στρια εξαιρετικά χρήσιμη για τη λογοτεχνική γραφή του
Μπόρχες. Σ’ έναν αποκαλυπτικό αναστοχασμό σχετικά με την υπόσταση του
συγγραφικού υποκειμένου, ο Μπόρχες εξομολογείται:
σκέφτομαι τον εαυτό μου ως
συγγραφέα. Τί σημαίνει για μένα να είμαι συγγραφέα; Σημαίνει απλώς το να είμαι
πιστός στη φαντασία μου. Όταν γράφω κάτι, το σκέφτομαι όχι ως πραγματικά
αληθινό […] αλλά ως αληθινό ως προς κάτι βαθύτερο. Όταν καταστρώνω μια πλοκή,
τη γράφω γιατί κατά κάποιον τρόπο πιστεύω σ’ αυτήν – όχι όπως πιστεύει κάποιος
στην ιστορία αλλά όπως πιστεύει σε ένα όνειρο ή σε μιαν ιδέα (Μπόρχες, 2018:
143-144).
Συλλαμβάνουμε
τον Μπόρχες λοιπόν, ως ποιοτικό ονειροπόλο, στοχαστή των επιπέδων της ζωής και
των ποικίλων εκφάνσεών της. Λέγοντας όμως τη λέξη ζωή, δεν εννοείται τόσο η
υλική, υπαρκτή της διάσταση αλλά περισσότερο το όνειρο, δηλαδή το ανθρώπινο
εκείνο εργαλείο που τη μεταμορφώνει και την ποιοτικοποιεί. Δεν γίνεται λόγος
για διαστρέβλωση, για παρανόηση, αλλά για διαφορά, για παραμόρφωση:
όταν γράφω, προσπαθώ να είμαι
πιστός στο όνειρο και όχι στις περιστάσεις. Βέβαια, στα διηγήματά μου […]
υπάρχουν αληθινά γεγονότα, αλλά για κάποιον λόγο ένιωθα ότι τα γεγονότα αυτά θα
έπρεπε πάντα να λέγονται με μια συγκεκριμένη δόση αναλήθειας. Δεν υπάρχει
ευχαρίστηση στο να λες μια ιστορία όπως πράγματι συνέβη. Πρέπει να αλλάζουμε τα
πράγματα […] αν δεν το κάνουμε, πρέπει να μη θεωρούμε τους εαυτούς μας
καλλιτέχνες αλλά απλούς δημοσιογράφους, ίσως, ή ιστορικούς (Μπόρχες, 2018:
146).
Τέλος, ο Μπόρχες
μας δίνει και την οπτική του για τη σχέση/αλληλεπίδραση του αναγνωστικού
υποκειμένου με το συγγραφικό, σκεπτόμενος το εξής: «το γράψιμο είναι ένα είδος
συνεργασίας. Δηλαδή, ο αναγνώστης εκτελεί το δικό του μέρος του έργου̇
εμπλουτίζει το βιβλίο» (Μπόρχες, 2018: 151). Ας δούμε πώς αναλύει αυτή τη σχέση
συνεργασίας:
όταν γράφω, δεν σκέφτομαι τον
αναγνώστη (γιατί ο αναγνώστης είναι ένα φανταστικό πρόσωπο), ούτε τον εαυτό μου
(ίσως κι εγώ να είμαι ένα φανταστικό πρόσωπο), σκέφτομαι αυτό που προσπαθώ να
αποδώσω και κάνω ό,τι μπορώ για να μην το καταστρέψω […] όταν ήμουν νέος,
πίστευα στην έκφραση […] ήθελα να εκφράσω τα πάντα […] τώρα έχω φτάσει στο
συμπέρασμα […] πως δεν πιστεύω πια στην έκφραση: πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό.
Άλλωστε τι είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι σύμβολα για αναμνήσεις που τις έχουμε
κοινές με άλλους ανθρώπους. Αν εγώ χρησιμοποιήσω μια λέξη, τότε πρέπει εσείς να
έχετε κάποια εμπειρία εκείνου το οποίο δηλώνει η λέξη. Εάν δεν έχετε, η λέξη
δεν σημαίνει τίποτα για σας. Νομίζω πως μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, πως
μπορούμε μόνο να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης, αν είναι
αρκετά εγρήγορος, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος
(Μπόρχες, 2018: 147-148).
Βιβλιογραφία
Blanchot, M. (2003). Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στο θάνατο
(Ν. Ηλιάδης, Μτφρ.). Αθήνα: Futura.
Κατσιγιάννης, M. (2024). Η ποίηση
ως άνθρωπος: Μια ντελεζιανή ανάγνωση στο θεωρητικό έργο του Γκρέγκορι Κόρσο. Διάστιχο. Ανακτήθηκε 28 Φεβρουαρίου
2025, από: https://diastixo.gr/arthra/23371-i-piisi-os-anthropos-mia-nteliaziani-anagnosi-sto-theoritiko-ergo-tou-gregori-korso.
Κόρσο, Γ. (2019). Ο ποιητής και το ποίημα (Χ. Αγγελακόπουλος,
Μτφρ.). Αθήνα: Bibliothèque.
Κυριακίδης, Α. (2005). Εισαγωγή
του μεταφραστή. Στο Χ. Λ. Μπόρχες, Άπαντα πεζά (Μετάφραση Α. Κυριακίδης,
Μτφρ, Επιμ.) (σσ. 15-20). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Mihailescu, C.-A. (2018). Γι’ αυτή την εύστροφη τέχνη. Στο Χ. Λ.
Μπόρχες, Η τέχνη του στίχου (Μ. Τόμπρου, Μτφρ., C.-A. Mihailescu, Επιμ.) (σσ.
171-177). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Μπόρχες, Χ. Λ. (2018). Η τέχνη του στίχου (Μ. Τόμπρου, Μτφρ., C.-A. Mihailescu, Επιμ.). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
[1] Αυτή η άποψη του Μπόρχες παραπέμπει – τηρουμένων των αναλογιών/διαφορών – σε εκείνη του Maurice Blanchot, έτσι όπως αυτή εκφράζεται στο γνωστό του κείμενο ‘Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στο θάνατο’ (2003): «διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι το ερώτημα: «τι είναι λογοτεχνία;» δεν έλαβε ποτέ του παρά ασήμαντες απαντήσεις […] Το να ρωτάμε «τι είναι ποίηση;», «τι είναι τέχνη;» ή ακόμη «τι είναι μυθιστόρημα;» μπορούμε να το κάνουμε και το έχουμε κάνει. Όμως η λογοτεχνία […] μοιάζει με στοιχείο του κενού, παρόν μέσα σ’ όλα αυτά τα βαρυσήμαντα πράγματα και που πάνω του ο στοχασμός, με τη βαρύτητα που του προσιδιάζει, δεν μπορεί να στραφεί χωρίς να χάσει τη σοβαρότητά του […] Εάν ο στοχασμός απομακρυνθεί, η λογοτεχνία ξαναγίνεται στο εξής, πράγματι, κάτι το σημαντικό, το ουσιώδες, σημαντικότερο από τη φιλοσοφία, τη θρησκεία και τη ζωή του περιβάλλοντος κόσμου» (Blanchot, 2003: 13).
[2]
Για
μια συγγενική οπτική επί του θέματος, βλέπε τα ακόλουθα: Κόρσο, Γ. (2019). Ο ποιητής και το ποίημα (Χ.
Αγγελακόπουλος, Μτφρ.). Αθήνα: Bibliothèque (βλ. επίσης Κατσιγιάννης, 2024).
