Για τη διαλεκτική λογοτεχνικής θεωρίας και συγγραφέα: περίγραμμα για μια επείγουσα πρόκληση
του Μιχάλη Κατσιγιάννη
Παρά κάποιες ορισμένες
εξαιρέσεις, συνήθως, τόσο οι αναγνώστες όσο και οι ίδιοι οι συγγραφείς[1]
φαντάζονται τους τελευταίους να χαράζουν τον λογοτεχνικό τους δρόμο, ξέχωρα,
ανεξάρτητα από τη θεωρία της λογοτεχνίας – και πολύ πιθανόν από τη θεωρία
γενικότερα. Αν και το γεγονός αυτό θέτει σε μειονεκτική θέση τον συγγραφέα και
τον κόπο του, από μόνο του δεν είναι κάτι που μπορεί να εξηγηθεί και να
απαντηθεί στη βάση σωστού/λάθους. Θα ήταν άκαρπο και μονότονο και δεν θα
συνεισέφερε στον εν λόγω – σημαντικό και αργοπορημένο – διάλογο κάτι πέρα από απλή
πολεμική. Το ζήτημα εδώ μπορεί να συνοψιστεί αρκετά ολοκληρωμένα στο ακόλουθο
ερώτημα: Μπορεί η θεωρία της λογοτεχνίας να αναπτύξει και να προοδεύει τη
λογοτεχνική εργασία του συγγραφέα – και πώς;
Στο πλαίσιο του
παρόντος κειμένου, θα προσπαθήσω να δώσω κάποιες απαντήσεις στο ερώτημα αυτό,
αναδεικνύοντας τα εξής: η θεωρία της λογοτεχνίας δεν πρέπει να νοείται
αποκλειστικά ως μια μετα-γλώσσα που διερευνά τη λογοτεχνία και αποτελεί ασχολία
των μελετητών και των κριτικών. Είναι σίγουρα μια μετα-γλώσσα που διερευνά τη
λογοτεχνία, απλώς δεν θα ’πρεπε να αποτελεί αντικείμενο μόνο των μελετητών και
των κριτικών. Έχει πολλά εργαλεία κατανόησης και όπλα δράσης να προσφέρει σε
έναν οποιονδήποτε συγγραφέα. Η μελέτη της λογοτεχνίας είναι εντός της ίδιας της
τέχνης και συνομιλεί μαζί της, με το είναι
της. Επομένως, δεν πρόκειται για ασχολία πολυτελείας, ακαδημαϊκή εργασία ή/και
υψηλό χαριτολόγημα. Το ακριβώς αντίθετο, θα έλεγα. Η ενασχόληση με τη θεωρία
μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάδειξη:
μίας ολοκληρωμένης εικόνας για τη
λογοτεχνία και να βοηθήσει στην κατανόηση και τη λειτουργία της. Η θεωρία
χαρτογραφεί το πεδίο της λογοτεχνίας και όσους δραστηριοποιούνται εντός του.
Συμβάλλει στην κατανόηση των ποικίλων λόγων που κυκλοφορούν για τη λογοτεχνία
και αποκαλύπτει τις προθέσεις τους. […] τα εργαλεία της θεωρίας συμβάλλουν στην
πληρέστερη συνομιλία με τα κείμενα. Όμως, το πιο βασικό είναι ότι η συστηματική
μελέτη της λογοτεχνίας, εν τέλει είναι η συστηματική μελέτη της ίδιας της ζωής
(από την οποία προέρχεται και η λογοτεχνία). Η θεωρία ξεκλειδώνει τον μύθο,
αλλά διατηρώντας την ακατάπαυστη μυχιότητά του […] η θεωρία βοηθά τον ποιητή να
επιτελέσει το καθήκον του: να μάθει να μην ξέρει τι ζητά. Επιπλέον, η θεωρητική
κατάρτιση βελτιώνει αυτόν που ασχολείται με την τέχνη της λογοτεχνίας σε
συνολικό βαθμό. Χωρίς να είναι κάτι απόλυτο, θεωρώ ότι ο ποιητής που γνωρίζει
θεωρητικά σχήματα και συστήματα – αν είναι δυνατόν και σε βάθος – έχει –
τουλάχιστον αφετηριακά – τη δυνατότητα να γράψει ενδιαφέρουσα ποίηση.
(Κατσιγιάννης, 2025).
Η λογοτεχνική
θεωρία, αλλά και η θεωρία εν γένει, είναι ένας όγκος γνώσεων, απόψεων,
τοποθετήσεων, ευρημάτων και πορισμάτων, που μάλλον προκαλούν ένα αρνητικό – και
πολύ συχνά δυσάρεστο – ενδιαφέρον από όσους δεν ασχολούνται επισταμένα μαζί
της. Ωστόσο, τόσο στο πεδίο της λογοτεχνίας όσο και σε κάθε άλλο πεδίο, η
ενασχόληση με τη θεωρία, ξεκλειδώνει θα λέγαμε το απρόσβλητο του κάθε
αντικειμένου. Με άλλα λόγια, η κατανόηση των ποικίλων θεωρητικών θέσεων για ένα
θέμα, μας δίνει την ευχέρεια και τη δυνατότητα ν’ αντιληφθούμε τους τρόπους με
τους οποίους αυτό υπάρχει, κινείται και αναπλαισιώνεται. Ανατρέχω στον Culler
(2000: 20), ο οποίος εξηγεί και αποσαφηνίζει τα – γενικά – γνωρίσματα της
θεωρίας, τα οποία δεν είναι παρά τα οφέλη της για μας:
1. Η
θεωρία είναι διεπιστημονική – ένας λόγος με εμβέλεια πέραν κάποιας αρχικής
επιστήμης.
2. Η
θεωρία είναι αναλυτική και συλλογιστική – μια απόπειρα να διερευνηθεί ό,τι
εμπλέκεται σ’ αυτό που αποκαλούμε σεξ ή γλώσσα ή γραφή ή νόημα ή υποκείμενο.
3. Η
θεωρία είναι μια κριτική της κοινής λογικής, των ιδεών και συλλήψεων που
θεωρούνται φυσικές και αυτονόητες.
4. Η
θεωρία είναι αναστοχαστική, είναι στοχασμός – επί – του – στοχασμού, διερεύνηση
των κατηγοριών που χρησιμοποιούμε για να κατανοήσουμε το νόημα των πραγμάτων,
στη λογοτεχνία και σε άλλες πρακτικές του λόγου.
Πιο συγκεκριμένα
τώρα, σε ό,τι αφορά τη θεωρία της λογοτεχνίας, οι Παπαρούση & Κιοσσές (2023:
17), εξηγούν ότι:
η θεωρία γενικότερα στοχεύει στην
αναστοχαστική διερεύνηση του φάσματος των τρόπων με τους οποίους νοηματοδοτούμε
τον κόσμο, στόχος της θεωρίας της λογοτεχνίας είναι να προτείνει τρόπους
κατανόησης του λογοτεχνικού γεγονότος, εμπλουτίζοντας τα αναγνωστικά μας
εργαλεία, ενώ καθιστά ταυτόχρονα αντικείμενο προβληματισμού αυτούς τους
συγκεκριμένους τρόπους.
Και αλλού:
η ενασχόληση με ζητήματα της
λογοτεχνικής θεωρίας μπορεί να μας βοηθήσει να αναγνωρίζουμε τις θεωρητικές
προϋποθέσεις που αποτελούν την αφετηρία μιας ερμηνευτικής διαδικασίας η οποία
κινείται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή αναπτύσσεται εντός ενός
συγκεκριμένου πλαισίου, είτε αυτές αρθρώνονται από εμάς είτε από άλλους, και
να τις αντιμετωπίζουμε με κριτική διάθεση· μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον
οποίο αντιμετωπίζουμε ένα λογοτεχνικό έργο προτείνοντάς μας νέες, ποικίλες,
προοπτικές για την προσέγγιση και νοηματοδότησή του (Παπαρούση & Κιοσσές,
2023: 18).
Επομένως, είναι
κατανοητό ότι η ενασχόλησή μας με τη θεωρία της λογοτεχνίας μας εξηγεί το τι, το
γιατί και το δυσνόητο «πώς» της λογοτεχνίας, μας παρακινεί να εμπλακούμε στα περίεργα
και κρύφια παιχνίδια της με έναν τρόπο όμως πιο ενεργό, λιγότερο πλασματικό, πιο
πραγματικό, θα μπορούσαμε να πούμε: «η λογοτεχνική θεωρία μάς ενθαρρύνει να
θέτουμε σε διερώτηση και αμφισβήτηση τις ερμηνευτικές μας πρακτικές και τις
αξιολογικές μας κρίσεις» (Παπαρούση & Κιοσσές, 2023: 17-18).
Στο επιχείρημα
υπέρ της – εντατικής ή λιγότερο εντατικής – ασχολίας με τη θεωρία της
λογοτεχνίας μπορεί να υπάρξει η αντίδραση της υπερανάλυσης, του υπερστοχασμού και,
γενικότερα, ενός ατέρμονου (μετα)διαλόγου για ένα αντικείμενο που στο τέλος δεν
είναι παρά μία τέχνη στην οποία όλοι έρχονται όπως είναι και επιθυμούν,
συμμετέχοντας. Εδώ, υπάρχει μια παρεξήγηση. Η ενασχόληση με τη θεωρία δεν
κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή την άποψη, δεν την αντικρούει δηλαδή.
Το αντίθετο μάλλον: την τονώνει και την αναζωογονεί:
κανείς δεν διαβάζει «απλά» ή
«α-θεωρητικά»: η ανάγνωση της λογοτεχνίας, όπως και η ανάγνωση κάθε κειμένου,
δεν τελείται εν κενώ. Το τι θα διαβάσω, σε ποιες όψεις του κειμένου θα
εστιάσω, ποια ερωτήματα θα θέσω στο κείμενο και με ποιους τρόπους θα αναζητήσω
τις απαντήσεις, πώς θα κατανοήσω και πώς θα ερμηνεύσω αυτό που θα διαβάσω, το
τι θα πω για ό,τι διάβασα και πώς θα το χρησιμοποιήσω είναι απόρροια
θεωρητικών επιλογών και αποφάσεων, έστω μη συνειδητών (Παπαρούση &
Κιοσσές, 2023: 19).
Με άλλα λόγια, η
θεωρία – και αυτό είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί – δεν βάλλει εναντίον της
«αγνής» και εμπειρικής, βιωματικής πρόσληψης και ανταπόκρισης των λογοτεχνικών
ερεθισμάτων. Εκείνο το οποίο επιθυμεί είναι να προκαλέσει μια θετική σύγχυση,
μια παραγωγική αποδιοργάνωση – κι εν μέρει ελαχιστοποίηση – του διαισθητικού
μηχανισμού των εμπλεκομένων υποκειμένων στη τέχνη της λογοτεχνίας, με σκοπό την
ωρίμανση και την ποιοτικοποίηση του προσληπτικού και δημιουργικού μηχανισμού
τους. Δηλαδή, ν’ αυξήσει προς άλλες κατευθύνσεις και ροές τον λόγο και τη σκέψη
τους και όχι να τα αλλάξει επιβάλλοντάς τους ξένα – ή/και νεκρά – σώματα.
Ενισχυτικά σε
αυτό αλλά και στα προηγούμενα, παραθέτω – εν περιλήψει – τις δέκα
δυνατότητες/οφέλη που μπορεί να αποκομίσει ο συγγραφέας από την ενασχόλησή του
με τη θεωρία, κατά τον συγγραφέα και μελετητή Χρυσόπουλο (2016: 89-93). Η
θεωρία λοιπόν:
1. Μας επιτρέπει να «ονομάσουμε»
τις μεθόδους μας.
2. «Σπάει» τον κύκλο της
οικειότητας.
3. Υποκαθιστά τον απόντα
συνομιλητή.
4. Αποτρέπει την τυποποιημένη
σκέψη του «σιναφιού» (groupthink).
5. Τοποθετεί την ενασχόληση με τη
γραφή σε κοινωνικό πλαίσιο.
6. Μας επιτρέπει να διατυπώνουμε
επιστημολογικές ερωτήσεις.
7. Μας παρέχει ένα μη εμπειρικό (non-experiential) εργαλείο διερεύνησης της
εμπειρίας.
8. Η θεωρία μας υπενθυμίζει τα
ηθικά ζητήματα.
9. Επιτρέπει να σχετικοποιήσουμε
την αυτο-εικόνα μας.
10. Η θεωρία μας υπενθυμίζει ότι
η γραφή (όσο κι αν δείχνει μοναχική) δεν είναι μια ατομική πράξη.
Κλείνοντας, θα
επαναλάβω τα εξής:
η αντίδραση, η ανταπόκριση ενός
εκάστου σε κάποιο ποίημα συνιστά απάντηση σε ένα ερώτημα σχετικά με τη φύση της
λογοτεχνίας; Προφανώς και αποτελεί μέρος της απάντησης. Το ποίημα το ίδιο; Ναι.
Ο ποιητής; Επίσης. Ωστόσο, όταν δεχόμαστε αυτές τις τρεις εμπειρικού τύπου
απαντήσεις, αντιλαμβανόμαστε ότι περιοριζόμαστε μόνο στην εξερεύνηση της κάθε
είδους τέρψης που προσφέρει η λογοτεχνία, κάτι που είναι ακραία σημαντικό και
απαραίτητο για την κατανόησή της, αλλά δεν αρκεί για την ολοκληρωμένη συζήτησή
μας μαζί της, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από την ανάλυση και την κριτική
της. Επομένως, αν κάποιος θέλει να συλλάβει τη φύση της λογοτεχνίας, όχι
περιπλανώμενος στην κλίμακα που περιέχει τα αναγκαία μεν αλλά ελάχιστα γι’
αυτή, πρέπει να την προσεγγίσει – πέρα των άλλων και – μελετώντας τη (Κατσιγιάννης,
2024).
Βιβλιογραφία
Culler, J. (2000). Λογοτεχνική Θεωρία: Μια Συνοπτική Εισαγωγή
(Κ. Διαμαντάκου, Μτφρ.). Ηράλκειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Κατσιγιάννης, M. (2024). Περί
λογοτεχνίας: σημειώσεις για ένα μεταβαλλόμενο ίχνος. Μονόκλ. Ανακτήθηκε 24 Σεπτεμβρίου 2025, από: https://www.monocleread.gr/2024/07/05/mixalis-katsigiannis-peri-logotexnias-simeiwseis-gia-ena-metavallomeno-ixnos/
Κατσιγιάννης, M. (2025). Μιχάλης
Κατσιγιάννης: "Η ποίηση είναι μια πρόκληση που αν παρθεί στα απολύτως
σοβαρά, αλλάζουν όλα". Texnesοnline.gr.
Ανακτήθηκε 24 Σεπτεμβρίου 2025, από: https://www.texnesonline.gr/2025/09/blog-post_48.html
Παπαρούση, Μ., & Κιοσσές, Σ.
(2023). Εισαγωγή στη Θεωρία της
Λογοτεχνίας. Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις.
Χρυσόπουλος, Χ. (2016).
Ο Δανεισμένος Λόγος: Δοκίμιο για την Επιτελεστικότητα
της Λογοτεχνίας. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ.
[1] Στο παρόν κείμενο, ως συγγραφείς
νοούνται τόσο ο πεζογράφος όσο και ο ποιητής.
