Ποιος φοβάται την ανάγνωση;
του Μιχάλη Κατσιγιάννη
Η
ανάγνωση ως αντεπίθεση και πρόκληση
Είναι η
ανάγνωση, ως κατάσταση, πράξη και διαδικασία, η άσκηση του αναγιγνώσκειν; Πολύ
αποφασιστικά μπορεί να απαντήσει κανείς πώς όχι, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο.
Η πράξη της ανάγνωσης σχετίζεται άμεσα – καταγωγικά θα λέγαμε – όχι με την
βίωση μιας περιπλάνησης κάποιου άλλου, δηλαδή του συγγραφέα και των όντων – ή
καλύτερα γεγονότων – του λόγου του, αλλά με την βίωση της περιπλάνησης του ίδιου
του αναγνωστικού υποκειμένου, έτσι όπως αυτή πραγματοποιείται μέσω των ποικίλων
σχηματοποιήσεων και αποσχηματοποιήσεων των σημείων των ιδιωτικών και δημόσιων
χώρων – αν μπορεί να υποστηριχθεί ένας τέτοιος παραπλανητικός διαχωρισμός – κατά
τη διάρκεια της ανάγνωσης.
Ήδη πολλοί/ές
θεωρητικοί του 20ου αιώνα, με προεξέχοντα ίσως τον Barthes με τον «θάνατο του συγγραφέα» (2019), έχουν τονίσει
τη σημαντικότητα που διακρίνει τον ρόλο της ανάγνωσης και του αναγνώστη: η
ανάγνωση δεν αποτελεί παρακολούθημα του συγγραφικού λόγου – και συνεπώς ούτε ο
αναγνώστης προέκταση του συγγραφέα – αλλά ενεργή και κριτική διαδικασία κατά
την οποία διαπλέκεται το υπόβαθρο του συγγραφέα με εκείνο του αναγνώστη (βλ. επίσης
Κατσιγιάννης, 2025α).
Μέσα από αυτή τη
διαπλοκή, που σε υλικό επίπεδο η παρουσία της έπεται της συγγραφικής λήξης και
ξεκινά με την αυτονόμηση, και την εξαπόλυση, του λογοτεχνήματος, προκύπτει το τελευταίο
ως ανοικτό πεδίο πολλαπλότητας και διαπραγμάτευσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγνωση
είναι η λειτουργία εκείνη όχι που καταναλώνει μια δοσμένη παράθεση ή μυθοπλασία
με σκοπό την κατανόηση και την εμπέδωσή της, αλλά που δημιουργεί την
λογοτεχνική ύλη – τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενο. Είναι δηλαδή η λειτουργία
εκείνη που κατασκευάζει ολόκληρο το λογοτεχνικό σύμπαν, υπό την έννοια ότι η αναγνωστική
δράση δεν νοηματοδοτεί απλώς το συγγραφικό νόημα αποδεχόμενη το ύφος και τις
πρακτικές του, θεωρώντας ότι αυτό υπάρχει αντικειμενικά εντός του κειμένου και
με καθολικότητα, αλλά το αναζητά, το κατασκευάζει και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο
επαναπροσδιορίζει το λογοτεχνικό κείμενο – ακόμη κι ανεξάρτητα από τις
κατευθυντήριες κειμενικές παραινέσεις και προσταγές (βλ. Fish, 1980̇ Ντάφλος, 2015̇ Φις, 2019̇ Παπαρούση &
Κιοσσές, 2023̇ Ντάφλος, 2023̇ Κατσιγιάννης, 2025β).
Με άλλα λόγια, ο
αναγνώστης δεν δέχεται παθητικά και ουδέτερα την πορεία, τη διαδοχή των λέξεων,
καταλήγοντας να αποδέχεται τις νοηματοδότησεις του συγγραφέα κι έτσι, με έναν
άδοξο μάλλον τρόπο, να καταλήγει να κλείνει το βιβλίο, συμφιλιωμένος – εν είδει
προσαρμογής – με την συγγραφική πραγματικότητα.
Η
ανάγνωση ως επιτελεστική πρακτική
Με βάση τα προηγούμενα,
η ανάγνωση μπορεί να γίνει κατανοητή ως επιτελεστική πρακτική, η οποία με την
άσκησή της προχωρά σε κατασκευές και ανακατασκευές, σε πλάσεις και αναπλάσεις,
του λογοτεχνικού και μη περιβάλλοντος συνδιαμορφώνοντας το ειδικό περιεχόμενο
της λογοτεχνίας αλλά και το γενικό πλαίσιο παραγωγής της. Η ανάγνωση λοιπόν, ιδωμένη
υπό ένα τέτοιο πρίσμα, μπορεί πολύ εύκολα και δίκαια να εννοιολογηθεί ως μια (εξ)άσκηση
ταξιδιού και περιπλάνησης, όχι όμως με την κλειστή έννοια και κοινότυπη μορφή του
διαβάτη της λογοτεχνίας που υπακούει – ευλαβικά ή μη – στα συγγραφικά υλικά και
δέχεται να καθοδηγείται από αυτά ούτε εκείνου που προβαίνει σε μια χρηστική και
εργαλειακή διαδικασία κάνοντας συνειδητά μια ιδεοληπτική αναμόχλευση των
συγγραφικών προθέσεων με στόχο την εκμετάλλευσή τους π.χ. για προπαγάνδα.
Αντίθετα, η
ανάγνωση ως επιτελεστική πρακτική σημαίνει ότι ο χώρος της ανάγνωσης – κατάληξη
της γραφής και των παθών της – είναι ο κατεξοχήν χώρος της ετερογένειας και της
πολλαπλότητας, ο χώρος εκείνος εντός του οποίου συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν
διαφορετικές – συχνά αντιτιθέμενες – υποκειμενικές αφετηρίες, παρορμήσεις,
προθέσεις και σκοποί, συστήνοντας μια ρευστή, αδιάκοπη, άκεντρη, «ριζωματική», σχεσιακή
και αλληλεξαρτησιακή διαλεκτική μεταξύ των μορφών και των περιεχομένων του
κόσμου (βλ. Deleuze & Guattari,
2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022̇ Butler, 2017̇ 2022). Συνεπώς, ο χώρος της ανάγνωσης είναι ο χώρος της εγκατάστασης
(μιας εγκατάστασης όμως που δεν είναι ούτε σταθερή ούτε μόνιμη) και της ρευστής
και μεταβαλλόμενης κατασκευής της ατομικής και συλλογικής εμπειρίας, στον οποίο
ο αναγνώστης οδεύει, όχι απαραίτητα στο τυχαίο ή με οδηγό αυτό, αλλά με βάση
την ανοικτότητα και την ενδεχομενικότητα στις οποίες υποκύπτει κάθε διάδραση.
Με άλλα λόγια, ο
αναγνώστης δεν ξεκινά να ανακαλύψει ή/και να διασώσει τα αποστάγματα των
θεάσεων του συγγραφέα, αλλά διαπλέκεται σε μία αέναη ρευστή ερμηνευτική συνδιαλλαγή
με άλλα συμβαλλόμενα μέρη στην οποία μετέρχεται ποικίλες μεθοδολογίες και
θέσεις, οπότε και γνώσεις και οπτικές, διαπραγματευόμενος/η το βάραθρο της
σιωπής του.
Όταν λοιπόν λέμε
ότι η ανάγνωση είναι μία επιτελεστική πρακτική εννοούμε ότι το κάθε λογοτέχνημα
– όπως και τα ευρύτερα πλαίσια στα οποία αυτό έχει συγκροτηθεί – είναι ένα
πεδίο διαπραγμάτευσης, διεκδίκησης και σύγκρουσης. Και αυτό σημαίνει ότι κατά
την αναγνωστική διαδικασία ο αναγνώστης δεν επαναοργανώνει, δεν ανασυνθέτει,
δεν επαναπροσανατολίζει και δεν
επαναπρογραμματίζει το λογοτεχνικό κείμενο, αλλά το δημιουργεί, το κατασκευάζει
από την αρχή, από κάποια αρχή. Ο αναγνώστης δεν είναι το υποβασταζόμενο του
συγγραφέα ούτε είναι απλώς ο τόπος της ολοκλήρωσής του: ο αναγνώστης είναι ένας
ακόμη δημιουργός και η ανάγνωση μία ακόμη δημιουργία. Το γεγονός ότι η
δημιουργία του ανάγνωση συνίσταται σε ένα πρωτόλειο υλικό, δηλαδή εκκινεί από
το κείμενο του συγγραφέα, αυτό δεν την καθιστά ποιοτικά κατώτερη ή/και
ελαττωματική, ή ελλειπτική, σε σχέση με τη δήθεν αυθεντικότητα, και πρωτοτυπία,
του συγγραφέα. Ο λόγος είναι μάλλον προφανής: τίποτα και κανείς δεν εμφανίζεται
εν κενώ, κανένα αποτέλεσμα δεν βρίσκει μία θέση στον κόσμο και ανάμεσά μας ως κεραυνός
εν αιθρία. Πάντοτε υπάρχει ένα σημείο/στάδιο παραλαβής. Επομένως, όσο – και με
τα ίδια κριτήρια – σημαντική, άξια σεβασμού και ‘αυθεντική’ είναι η εργασία του
συγγραφέα τόσο είναι και αυτή του αναγνώστη, αφού και οι δύο δουλεύουν σε ένα ‘μέχρι
τώρα’, και οι δύο επεξεργάζονται το υπάρχον.
Αντί
επιλόγου
Ίσως όλη η
προαναφερθείσα σκέψη να είναι ο λόγος που διαχρονικά ο αναγνώστης βρίσκεται
στην αφάνεια αλλά και στην δυσχέρεια. Η ανάγνωση, όπως αναπτύχθηκε στο παρόν κείμενο,
είναι μία δράση που εμπεριέχει την κουλτούρα της αμφισβήτησης, της άρνησης, της
διαρκούς (επανα)τοποθέτησης απέναντι στο δοσμένο που εκλαμβάνεται ως ‘ουσία’
επειδή θεωρείται αποκλειστικά ατομικό και ιδιωτικό γεγονός. Η ανάγνωση ως
επιτελεστική πρακτική αμφισβητεί ευθέως τα προνόμια που κατέχουν οι λόγοι των
δομών της λογοτεχνίας – με σημαντικότερο αυτόν του συγγραφέα – αποδομώντας τη
δήθεν αυθεντικότητά τους και καταργώντας τη νομιμοποιημένη μονομέρεια που
υφίσταται εντός του πεδίου γενικότερα.
Εν κατακλείδι, η
ανάγνωση ως επιτελεστική πρακτική θα μπορούσε να ιδωθεί ως «γραμμή φυγής»
με τους όρους των Deleuze & Guattari
(2017̇ βλ. επίσης Ντελέζ & Παρνέ, 2022), εντοπίζει τις ρωγμές που πάντα
υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στις δομές και επιχειρεί την ασύμμετρη αύξηση
των δομών αυτών, προς κατευθύνσεις θα λέγαμε ετερογένειας, ενδεχομενικότητας
και πολλαπλότητας.
Βιβλιογραφία
Barthes, R. (2019). Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (Γ. Σπανός, Μτφρ., Β. Πατσογιάννης,
Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Butler, J. (2017). Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της
συνάθροισης (Μ. Λαλιώτης, Μτφρ., Ρ. Σινοπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Angelus Novus.
Butler, J. (2022). Η δύναμη της μη βίας: Ένας ηθικοπολιτικός
δεσμός (Γ. Θ. Καράμπελας, Μτφρ., Χ. Σπυροπούλου, Επιμ.). Αθήνα:
Αλεξάνδρεια.
Deleuze, G. & Guattari, F.
(2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2.
Χίλια Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Fish,
S. (1980). Is There a Text in This Class?
The Authority of Interpretive Communities. Cambridge, MA: Harvard UP.
Κατσιγιάννης, M. (2025α). Ανατομία
της ανάγνωσης: σκέψεις για τη χειραφετητική δράση της ανάγνωσης. Θράκα. Ανακτήθηκε 9 Φεβρουαρίου 2025,
από: https://thraca.gr/2025/01/%ce%b1%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%bc%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%b3%ce%bd%cf%89%cf%83%ce%b7%cf%82-%cf%83%ce%ba%ce%ad%cf%88%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7.html
Κατσιγιάννης, M. (2025β).
Αποσταθεροποιώντας το οικουμενικό στην ερμηνευτική διαδικασία: η περίπτωση των
ερμηνευτικών κοινοτήτων του Stanley Fish. Στίξη.
Ανακτήθηκε 9 Φεβρουαρίου 2025, από: https://stiksh.com/2025/01/08/apostatheropoiontas-to-oikoumeniko-stin-ermhneutikh-diadikasia/
Ντάφλος, Κ. (2015). Επιτελεστικές πρακτικές τέχνης. Κάλλιπος,
Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις.
Ντάφλος, Κ. (2023). Χωροθετήσεις της γραφής, ετεροτοπίες της
ανάγνωσης. Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις.
Ντελέζ, Ζ. & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ.
Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.
Παπαρούση, Μ., & Κιοσσές, Σ.
(2023). Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας.
Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις.
Φις, Σ. (2019). Ερμηνεύοντας το Variorum. Στο K. M. Newton (επιμ.), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα:
Ανθολόγιο κειμένων (Α. Κατσικερός & Κ. Σπαθαράκης, Μτφρ.) (σσ. 357-366).
Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
Πρώτη δημοσίευση: εξιτήριον – ψηφιακές εκδόσεις ανοικτού περιεχομένου, 18 Φεβρουαρίου, 2025
