Σκορπίζοντας το υποκείμενο του φόβου, ή η εξουσία ως μανιακή επιθυμία: μια σκέψη για τον ‘Φύλακα του τάφου’, του Franz Kafka [1]
του Μιχάλη Κατσιγιάννη
«Πέθανε, αν χρειαστεί, ώστε να μην
απελευθερωθεί ποτέ το περιεχόμενου του τάφου!», «Πρέπει να φροντίσω το αύριο
στο σήμερα. Να διευθετήσω το αύριο, σήμερα. Μόνο έτσι θα βρω κάποια ηρεμία στο
παρόν, αν καταφέρω να το διαιωνίσω στο μέλλον». Αυτά θα μπορούσαν να είναι κάποια
από τα μότο του μοναδικού θεατρικού έργου που έγραψε ο Franz Kafka.
Τι βλέπει σ’ αυτό
το κείμενο ο/η αναγνώστης/στρια; Με τι ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες; Πρόκειται
μήπως για μια ιστορία φαντασμάτων; Έναν μύθο για τη σχέση της ζωής με τον
θάνατο και των ζωντανών με τους νεκρούς; Θα μπορούσε κανείς/καμιά να δώσει την
ακόλουθη απάντηση. Στον ‘φύλακα του τάφου’, ο/η αναγνώστης/στρια διαπιστώνει
σίγουρα την κλασσική, αναμενόμενη καφκική εργασία/τελετουργία. Ωστόσο, εισχωρώντας
στα ενδότερα του έργου, παρακολουθούμε μια μεταφυσική παραβολή στην οποία παρατηρείται
μια σύγκρουση διατήρησης κι επιβίωσης μεταξύ της εξουσίας και του εαυτού της.
Μία αγωνιώδης προσπάθεια συντήρησης της εξουσίας, μια αυτοαναφορική, στρεβλή
επικοινωνία, ένα καρναβάλι ναρκισσιστικής σύγχυσης.
Πιο
συγκεκριμένα, η συμβολοποίηση αυτής της σύγκρουσης από τον Kafka, μπορεί να
καταστεί αντιληπτή μέσα από την εξέταση των (ενεργών) χαρακτήρων: του πρίγκιπα,
του αρχιθαλαμηπόλου, του φύλακα του τάφου, του λόρδου και της πριγκίπισσας.
Επιχειρώντας μια
σκιαγράφηση αυτών των χαρακτήρων, θα μπορούσαμε
να πούμε τα εξής: βλέπουμε τον πρίγκιπα, που εκπροσωπεί τη γήινη και πραγματική
εξουσία και τα φαντάσματα – πρόγονους του πρίγκιπα – του βασιλικού τάφου που
επιθυμούν και επιδιώκουν μάλιστα την επιστροφή τους στη ζωή και την εξουσία
τους. Το στοιχείο λοιπόν του θανάτου, του νεκρού, είναι κυρίαρχο στο έργο. Βλέπουμε,
επίσης, τον φύλακα του τάφου, ένα μάλλον ενορατικό υποκείμενο που παίζει τον
ρόλο του αιώνιου, φθαρμένου στην ύλη αλλά ποτέ στο σκοπό, του προστάτη, του
υπερασπιστή – με κάθε κόστος – της εξουσίας του πρίγκιπα αλλά και της εξουσίας
πριν από αυτόν. Επιπλέον, βλέπουμε τον αρχιθαλαμηπόλο,
που διαδραματίζει ένα ρόλο που πρεσβεύει μεν την αφοσίωση και την υποταγή στο
παλάτι αλλά ταυτόχρονα εκπέμπει σήματα ορθολογισμού και τεχνοκρατικής διαχείρισης.
Όπως βλέπουμε και τον λόρδο, που αντιπροσωπεύει, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, την
αντίσταση όχι στην εξουσία του πρίγκιπα αλλά στο παράλογο που την διαφεντεύει
και την εκτρέπει. Τέλος, βλέπουμε την πριγκίπισσα, η οποία κάνει την εμφάνισή
της στο τέλος του έργου και φαίνεται να συντάσσεται με τη λογική του λόρδου. Θα
αποπειραθώ να διακρίνω την κειμενική κατάσταση και ατμόσφαιρα, σημείο προς
σημείο.
Ο ίδιος ο
πρίγκιπας, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο πρόσφατα, σκέφτεται την υλοποίηση μιας
μεταρρύθμισης, όπως την ονομάζει, αναφορικά με τη φύλαξη του βασιλικού τάφου: «ως τώρα τον τάφο στο Πάρκο Φρειδερίκου τον
φρουρούσε ο φύλακας που μένει στο σπιτάκι της πύλης του Πάρκου» (σελ. 43).
Τώρα, σκέφτεται να αλλάξει τα πράγματα: «δεν
χρειάζεται φρουρός στην πύλη το Πάρκου. Πρέπει να τοποθετήσουμε φύλακα-φρουρό
στον ίδιο τον τάφο» (σελ. 43-44). Είναι λοιπόν, παραπάνω από φανερή η
αγωνία του πρίγκιπα να διατηρηθεί στο θρόνο και να συνεχίσει να απολαμβάνει τα
προνόμια που απορρέουν απ’ αυτόν. Συζητά με τον αρχιθαλαμηπόλο, κοντινό άνθρωπο
του παλατιού, γύρω από τη μεταρρύθμισή του κι αυτός φαίνεται να διαφωνεί με το
σκεπτικό του πρίγκιπα. Του το εκφράζει ευθέως, όταν ο πρίγκιπας τον ρωτά
σχετικά:
Πρίγκιπας: τι πιστεύεις για την εγκατάσταση
φύλακα-φρουρού στον ίδιο τον τάφο;
Αρχιθαλαμηπόλος: κατά την άποψή μου θα ήταν μια
μεταφορική φρούρηση. Θα σήμαινε αληθινή φρούρηση μη αληθινών πραγμάτων, πέρα
από τη σφαίρα του ανθρώπου (σελ. 45).
Αυτή η απάντηση
του Αρχιθαλαμηπόλου, προκαλεί την έντονη αντίδραση του πρίγκιπα και
καταλαβαίνουμε με τον πλέον σαφή τρόπο την ανασφάλεια που τον διακατέχει για τη
θέση του:
Πρίγκιπας: για την οικογένειά μου αυτός ο
τάφος αντιπροσωπεύει το σύνορο ανάμεσα στο Ανθρώπινο και το Άλλο, και είναι σ’
αυτό το σύνορο που θέλω να εγκαταστήσω έναν φύλακα. Όσο για τη μεταφορική
φρούρηση που είπες, ας ρωτήσουμε τον ίδιο τον φύλακα. Έστειλα να τον καλέσουν
(σελ. 45).
Κι εδώ μάλλον,
είναι που αρχίζει πραγματικά το έργο, η πλοκή. Τότε, μπαίνει ο φύλακας του
τάφου, ένας ηλικιωμένος και αδύναμος άνθρωπος, υποβασταζόμενος από έναν
υπηρέτη. Ο φύλακας βρίσκεται σε άθλια σωματική κατάσταση, σε σημείο που
αδυνατεί να ανταποκριθεί:
Πρίγκιπας: ο Φύλακας του τάφου! (ο υπηρέτης
οδηγεί τον Φύλακα αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά από τη μέση για να μην καταρρεύσει.
Φοράει μια κόκκινη λιβρέα που κρέμεται επάνω του, με ασημένια, στιλβωμένα
κουμπιά και μερικά παράσημα. Κρατάει τον σκούφο του στο χέρι και τρέμει κάτω
από το βλέμμα του κυρίου του).
Πρίγκιπας: ξαπλώστε τον στο ντιβάνι̇ εκεί!
(ο υπηρέτης τον ξαπλώνει και βγαίνει. Ακούγεται ένας ανάλαφρος ρόγχος από το
στόμα του).
Πρίγκιπας: (κάθεται πλάι στην πολυθρόνα
του): Είσαι σε θέση να με ακούσεις;
Φύλακας: (ανασηκώνεται για να απαντήσει
θετικά, μα είναι τόσο εξαντλημένος που πέφτει πάλι πίσω) (σελ. 46).
Ο Αρχιθαλαμηπόλος
σπεύδει να παρατηρήσει στον πρίγκιπα το ανούσιο της όλης υπόθεσης, προτρέποντάς
τον να απορρίψει τη συνάντηση που μέλλεται να διεξαχθεί: «είναι πολύ γέρος, σε σύγχυση και, αν μπορώ να πω, τελείως εξοφλημένος»
(σελ. 45). Λέει χαρακτηριστικά στον πρίγκιπα: «τι σόι πληροφορίες, αξιόπιστες και σημαντικές, μπορεί να μας δώσει
αυτός ο άνθρωπος; Θα έπρεπε να είναι στο κρεβάτι του τώρα» (σελ. 47), για
να πάρει από την εξουσία την αγχωμένη απάντηση: «αφού είναι έτσι, ακόμη ένας λόγος να ενισχύσουμε τη φύλαξη με τον τρόπο
που είπα» (σελ. 45).
Όπως ειπώθηκε
και παραπάνω, ο φύλακας του τάφου, επιτελεί στο κείμενο μια ξεχωριστή,
μεταφυσική λειτουργία. Γνωρίζει τι ακριβώς γίνεται – τόσο εντός όσο και εκτός
του παλατιού – αλλά και τι πιστεύει το κάθε πρόσωπο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο,
αρνείται να μιλήσει στον πρίγκιπα, παρουσία του αρχιθαλαμηπόλου στο δωμάτιο,
επικαλούμενος το συναίσθημα του φόβου απέναντί του. Γιατί το κάνει όλο αυτό; Τι
θέλει να πετύχει; Ο πρίγκιπας είναι νέος στο θρόνο και γι’ αυτό ίσως δεν έχει
γνώση των συμβάντων και ο φύλακας του τάφου θέλει να προσφέρει στον πρίγκιπα
την υπηρεσία του, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι μία σειρά από
αφηγήσεις. Έτσι, ο πρίγκιπας διώχνει από το χώρο τον αρχιθαλαμηπόλο:
Φύλακας: Σκιάζομαι τόσο, τον κύριο, εδώ…
(Κοιτάζει τον αρχιθαλαμηπόλο, περισσότερο απειλητικά και λιγότερο φοβισμένα).
Πρίγκιπας
(στον αρχιθαλαμηπόλο): Αν είναι να μας μιλήσει, φοβάμαι
ότι πρέπει να απομακρυνθείς για λίγο.
Αρχιθαλαμηπόλος: Αλλά, Υψηλότατε,
κοιτάξτε, βγάζει αφρούς από το στόμα. Είναι πολύ άρρωστος.
Πρίγκιπας
(Αφηρημένος):
Πήγαινε σε παρακαλώ, δε θα μας πάρει πολλή ώρα.
(ο αρχιθαλαμηπόλος βγαίνει. Ο
πρίγκιπας κάθεται στην άκρη του ντιβανιού. Παύση) (σελ. 49-50).
Ο δισταγμός της ‘λογικής’,
που εκφράστηκε μέσα από τη δράση του αρχιθαλαμηπόλου, εξαφανίστηκε και ο
πρίγκιπας πληροφορείται για το έργο που
έχει αναλάβει ο φύλακας του τάφου:
Φύλακας: Σκληρή δουλειά σκληρή δουλειά –
όχι ότι έχω παράπονο – μα είμαι πολύ
αδύναμος για να δίνω αγώνα πάλης κάθε νύχτα.
Πρίγκιπας: Τι είπες;
Φύλακας: Σκληρή δουλειά.
Πρίγκιπας: Κάτι άλλο είπες.
Φύλακας: Αγώνα πάλης.
Πρίγκιπας: Αγώνα πάλης; Τι αγώνα πάλης;
Φύλακας: Με τους ευλογημένους προγόνους.
Πρίγκιπας: Δε σε καταλαβαίνω. Έχεις
εφιάλτες;
Φύλακας: Όχι στον ύπνο μου. Δεν κοιμάμαι.
Πρίγκιπας: Πες μας τότε γι’ αυτούς τους
αγώνες πάλης (σελ. 47-48).
Ο πρίγκιπας
μοιάζει να μην καταλαβαίνει τα λεγόμενα του φύλακα: «σε υπηρέτησα, φύλακας του τάφου σου, τριάντα χρόνια» (σελ. 51), του
λέει ο φύλακας. Ο πρίγκιπας παραξενεύεται και πάλι: «όχι εμένα. Η δική μου βασιλεία δεν έχει κλείσει χρόνο» (σελ. 51), του αντιτείνει και
ακολουθεί ο εξής – σημαντικός για την υπόθεση του έργου – διάλογος:
Φύλακας
(Έχοντας ακούσει μισή τη φράση του πρίγκιπα): Τριάντα χρόνια. (Παύση).
Φύλακας: Οι νύχτες κρατάνε πολύ, εκεί.
Πρίγκιπας: Ακόμα δεν έχω λάβει αναφορά του
τομέα σου. Σε τι συνίσταται ακριβώς η δουλειά σου;
Φύλακας: Κάθε νύχτα το ίδιο. Κάθε νύχτα,
μέχρι που η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει σαν τρελή, έτοιμη να σπάσει.
Πρίγκιπας: Νυχτερινή εργασία, λοιπόν! Ένας
γέρος, όπως εσύ;
Φύλακας: Γι’ αυτό πρόκειται, Υψηλότατε!
Κανονικά, η δουλειά μας είναι ημερήσια. Χουζούρικη. Κάθεσαι όλη μέρα στην
πόρτα, στον ήλιο, χάσκοντας. Κάθε τόσο έρχεται το μαντρόσκυλο, σου κάνει ένα
πατ φιλικό στο γόνατο με την πατούσα, φεύγει. Αυτό είναι όλο κι όλο που
γίνεται.
Πρίγκιπας: Λοιπόν;
Φύλακας: Μας άλλαξαν, σε νυχτερινή
βάρδια.
Πρίγκιπας: Ποιοι σας άλλαξαν;
Φύλακας: Οι κύριοι του τάφου.
Πρίγκιπας: Τους γνωρίζεις;
Φύλακας: Μάλιστα.
Πρίγκιπας: Έρχονται να σε επισκεφθούν;
Φύλακας: Μάλιστα.
Πρίγκιπας: Και εχθές τη νύχτα;
Φύλακας: Και εχθές τη νύχτα.
Πρίγκιπας: Πώς ήταν;
Φύλακας
(Ανακάθεται):
Όπως κάθε φορά. (Ο πρίγκιπας σηκώνεται).
Φύλακας: Όπως κάθε φορά. Ησυχία μέχρι τα
μεσάνυχτα. Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και καπνίζω την πίπα μου, μετά
συγχωρήσεως. Η εγγονή μου κοιμάται στο διπλανό κρεβάτι. Μεσάνυχτα… και ακούω το
πρώτο χτύπημα στο τζάμι. Κοιτάζω το ρολόι μου. Ακριβώς μεσάνυχτα. Άλλα δύο
χτυπήματα που ανακατεύονται με τους χτύπους του ρολογιού του πύργου, μα εγώ τα
ακούω. Δεν είναι ανθρώπινα χτυπήματα, το ξέρω, μένω ασάλευτος. Αυτό εκεί, βήχει
δυνατά καθαρίζοντας το λαιμό του, έκπληκτο που παρόλα τα χτυπήματα στο παράθυρο
δεν του άνοιξα. Τώρα σειρά έχει να εκπλαγεί η Υψηλότητά σου: ο γερο-φύλακας δεν
παρατάει τα πόστο του! (Δείχνει τη σφιγμένη γροθιά του) (σελ. 51-53).
Ο αποκαλυπτικός διάλογος,
παρότι συντελέστηκε, δεν αφήνει το αποτύπωμά του στη σκέψη του πρίγκιπα.
Τραγική ειρωνεία: ο πρίγκιπας που αγκομαχά να κρατηθεί ακλόνητος στην εξουσία
και αγωνιά για την απόλυτη σταθεροποίηση της θέσης του, χωρίς να γνωρίζει ότι
αυτή απειλείται, όταν του το λένε ευθέως, δεν μπορεί να το αναγνωρίσει. Στο
ίδιο μοτίβο, με τον πρίγκιπα να μην κατανοεί το διακύβευμα, συνεχίζει ο
διάλογος των δύο ανδρών:
Φύλακας: Εμφανίζεται αμέσως.
Παραθυρόφυλλα, παντζούρια, τινάζονται μεμιάς ορθάνοιχτα. Μόλις προφταίνω να
σκεπάσω με την κουβέρτα το κεφάλι της εγγονής μου. Η καταιγίδα ορμάει ξαφνικά
στο δωμάτιο που βυθίζεται στο σκοτάδι. Ο Δουξ Φρειδερίκος! Το πρόσωπό του, με
τα γένια και τα μαλλιά, φράζει ολόκληρο το στενό μου παράθυρο. Πόσο μεγάλωσε
μέσα στους αιώνες Ανοίγει το στόμα του για να μιλήσει και ο άνεμος
μπουρδουκλώνει το μαδημένο γένι ανάμεσα στα δόντια του. Το μασάει.
Πρίγκιπας: Μια στιγμή. Είπες, Δουξ
Φρειδερίκος; Ποιος Φρειδερίκος;
Φύλακας: Ο Δουξ Φρειδερίκος, ακριβώς. Ο Δουξ
Φρειδερίκος (σελ 54).
Ο πρίγκιπας για
ακόμη φορά, δεν αντιλαμβάνεται το μήνυμα: «πρέπει
να έχει γίνει κάποιο λάθος στην κατανομή εργασίας έχεις δουλέψει υπέρ το δέον»
(σελ. 55), λέει στον φύλακα του τάφου. Τότε, αυτός αντικειμενοποιείται πλήρως
μπροστά στην εξουσία και αισθανόμενος ταραχή, λέει, γονατίζοντας στον πρίγκιπα:
«ας μη μου αφαιρέσει τη θέση η Υψηλότητά
σου. Έζησα τόσα χρόνια για σένα, άσε με τώρα να πεθάνω και για σένα» (σελ.
55).
Ο πρίγκιπας,
πεπεισμένος στην αρχική του κρίση, μάλλον θεωρεί ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται
ενώπιών του τα’ χει χαμένα, κατά το κοινώς λεγόμενο. Προσπαθεί να τον
καθησυχάσει: «κανείς δε θα σου πάρει τη
δουλειάς σου. Πώς να κάνω χωρίς την εμπειρία σου; Θα τοποθετήσω, όμως, έναν
άλλο φύλακα και εσένα θα σε κάνω αρχιφύλακα» (σελ. 55-56). Ο φύλακας,
συνεχίζει την προσπάθεια εξήγησης του – δύσκολου – έργου του. Εξηγεί στον
πρίγκιπα ότι δεν αφήνει τα φαντάσματα του τάφου να βγουν έξω, σε καμία
περίπτωση και με κάθε κόστος για τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο πρίγκιπας, ξανά
απών από την κατανόησή του, μένει έκπληκτος και άφωνος, μολονότι ο φύλακας του
τάφου, του τα έχει πει όλα. Οι φόβοι του πρίγκιπα για την εξουσία του δεν ήταν
ποτέ πιο αληθινοί, πιο πραγματικοί, πιο χειροπιαστοί. Όμως, ο πρίγκιπας
αδυνατεί να αντιληφθεί την κατάσταση. Αισθάνεται ότι συμμετέχει στην
ονειροπόληση κάποιου ανήμπορου. Τότε, ο φύλακας, αρχίζει να εξιστορεί τις – σώμα
με σώμα – μάχες που δίνει κάθε νύχτα με τον Δούκα
Φρειδερίκο.
Και κάπου εδώ είναι
που αλλάζει το σκηνικό. Ο πρίγκιπας αποχωρεί από το δωμάτιο, πηγαίνοντας να
συναντήσει την πριγκίπισσα και μπαίνουν ο αρχιθαλαμηπόλος με τον λόρδο, ο
οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά. Όταν οι δύο άνδρες εισήρθαν στο δωμάτιο, ο
φύλακας του τάφου έδειξε, όπως και προηγουμένως με τον αρχιθαλαμηπόλο, φόβο και
πανικό. Παρατηρούμε εδώ τον χαμαιλεοντισμό του χαρακτήρα: μπροστά σε εκείνους
που είτε δεν παίρνουν στα – πολύ – σοβαρά το έργο της εξουσίας αλλά απλώς το
συλλαμβάνουν ως τακτική και υποχρέωση (αρχιθαλαμηπόλος) είτε σε εκείνους που
μοιράζονται το ίδιο μεταφυσικό χάρισμα/ικανότητα (λόρδος), ο φύλακας του τάφου
μετατρέπεται σε ένα κοινότυπο, άβουλο και πολυχρησιμοποιημένο υλικό.
Όμως, κάτι
είπαμε μόλις τώρα. Κάτι για τον λόρδο. Ο τελευταίος, επιτελεί στο έργο το ρόλο
του φύλακα το τάφου από την ανάποδη. Έχει γνώση για την ανασφάλεια του πρίγκιπα
σχετικά με την εξουσία του, όπως επίσης και για τον ρόλο που παίζει ο φύλακας.
Συνεπώς, για τον τελευταίο, ο λόρδος αποτελεί ένα συνειδητό αντίπαλο, και το
αντίστροφο βέβαια.
Ο λόρδος δείχνει
αμέσως την αποστροφή του στον φύλακα του τάφου, υποτιμώντας τον βαριά: «εσύ, ένα θλιβερό φάντασμα, πώς τολμάς να
κάνεις την εμφάνισή σου, εδώ, σε αυτό το πριγκιπικό παλάτι;» (σελ. 64).
Έπειτα, ξεκινά συζήτηση με τον αρχιθαλαμηπόλο – τον πιστό ενεργούμενο του
πρίγκιπα και του παλατιού αλλά
υπερβολικά τυπολάτρη και ουδέτερου – για την πολιτική κατάσταση με βαθύ φόντο
τον πρίγκιπα. Κατά τη διάρκεια της συνομιλία τους, ο αρχιθαλαμηπόλος δείχνει την
πλήρη εμπιστοσύνη και αφοσίωσή του στο παλάτι: «εξακολουθώ να εκπροσωπώ την ανοικτή πολιτική που επικρατούσε την εποχή
του Δουκός Φρειδερίκου. Μοναδική πολιτική μας ήταν, τότε, να υπηρετούμε τον
πρίγκιπα» (σελ 65). Τότε, ο λόρδος δίνει το πρώτο του στίγμα: «ας υποθέσουμε ότι ο πρίγκιπας έχει πάρει
λάθος δρόμο. Σε ποια περίπτωση τον υπηρετούμε καλύτερα; Αν τον ακολουθήσουμε ως
το τέλος ή αν τον αναγκάσουμε να κάνει πίσω; Αναμφίβολα, σας λέω, εάν τον
σπρώξουμε πίσω» (σελ. 66).
Ο
αρχιθαλαμηπόλος, κατηγορεί τον λόρδο για βεβιασμένη και πρόχειρη κρίση και τότε
ο λόρδος αποκαλύπτεται: «ακριβώς επειδή
επίκειται λήψη απόφασης, θέλω να σας μιλήσω ανοικτά. Ο Πρίγκιψ έχει διπλή φύση.
Η μία του φύση, αφοσιωμένη στη διακυβέρνηση γύρω από τα κοινά […] η άλλη φύση
του επιδιώκει, με ομολογουμένως μεγάλο ζήλο, την ενίσχυση των θεμελίων της. Τα
αναζητά στο παρελθόν, σκαλίζοντας ολοένα πιο βαθιά» (σελ. 67-68). Ο
αρχιθαλαμηπόλος, πιστός στο παλάτι, μοιάζει
να μην καταλαβαίνει ή/και να διαφωνεί. Έτσι, ο λόρδος κάνει ακόμα μία
απόπειρα για να καταστήσει σαφές το επικίνδυνο του πράγματος που εξελίσσεται: «ο Πρίγκιψ δεν έχει ανάγκη από ενίσχυση των
θεμελίων του. Αν χρησιμοποιήσει όλη την εξουσία που διαθέτει αυτή τη στιγμή, θα
την βρει αρκετή για να φέρει σε πέρας όλα όσα, και η πιο ακραία συναίσθηση της
ευθύνης ενώπιον Θεού και ανθρώπων, μπορεί να απαιτήσει από αυτόν. Αν, όμως,
ρίξει τον εαυτό του έξω από τον ζυγό της ζωής, βρίσκεται ήδη στον δρόμο της
τυραννίας» (σελ. 69).
Τότε, ο
αρχιθαλαμηπόλος πείθεται από τα λόγια του λόρδου και ο τελευταίος δίνει εντολή
να απομακρύνουν τον φύλακα του τάφου από το δωμάτιο – παρά τους κάποιους
ενδοιασμούς του αρχιθαλαμηπόλου. Όμως, ο φύλακας, εντείνοντας την πρακτική του
χαμαιλεοντισμού, καταρρέει. Ο λόρδος επιμένει. Ξαφνικά, μπαίνει στο δωμάτιο ο
πρίγκιπας με την πριγκίπισσα να τον ακολουθεί. Βλέποντας τα όσα συμβαίνουν, ο
πρίγκιπας σχεδόν αφιονίζεται, απαιτεί να έρθει γιατρός να φροντίσει τον φύλακα
και ζητά από τους υπηρέτες να τον περιποιηθούν. Ύστερα, αποχωρεί από το δωμάτιο
και πάλι: «θα μιλήσω λίγο με τον γιατρό
και θα επανέλθω» (σελ. 76).
Τα τελευταία
λόγια του έργου, ανήκουν στον λόρδο κα την πριγκίπισσα, η οποία μοιράζεται με
τον λόρδο την βουβή της αγωνία για την υπάρχουσα κατάσταση και το φόβο της για
την πορεία του πρίγκιπα – φόβο, πολύ διαφορετικό από αυτόν που αισθάνεται ο
πρίγκιπας:
Λόρδος
(στην πριγκίπισσα):
Η Υψηλότητά σας έχει ανάγκη των υπηρεσιών μου.
Πριγκίπισσα: Πάντοτε. Είμαι ευγνώμων για την
επαγρύπνησή σας. Ποτέ μην την εγκαταλείψετε, ακόμη και αν σήμερα πήγε χαμένη.
Όλα παίζονται. Εσείς βλέπετε περισσότερα από εμένα. Εγώ είμαι διαρκώς κλεισμένη
στα διαμερίσματά μου. Αλλά το ξέρω, θα σκοτεινιάζει όλο πιο πολύ, πιο πολύ. Το
φετινό φθινόπωρο είναι αφάνταστα λυπηρό (σελ. 76).
[1]
Η έκδοση που ακολουθεί το
κείμενο είναι η εξής: Kafka, F.
(2023). Ο φύλακας του τάφου (Λ.
Πολενάκης, Μτφρ., Η. Αργυράκη, Επιμ.). Αθήνα: Ενύπνιο.
