Ο κερδοσκόπος αναγνώστης, οι άμυνες της λογοτεχνίας και "Η τριλογία της Νέας Υόρκης", του Paul Auster
του Μιχάλη Κατσιγιάννη
Τι γίνεται με
την προβληματική ανάγνωση; Τι γίνεται με τη λογοτεχνία-παιχνίδι; Τι γίνεται
όταν η ανάγνωση δρα με κριτήρια αγοράς και πλήξης και εισβάλλει στο σώμα της
λογοτεχνίας, ενοχλώντας το – και συχνά, βανδαλίζοντάς το; Τι γίνεται με τις
αντιστάσεις και τις άμυνες της λογοτεχνίας σ’ αυτή την περίπτωση; Τέτοια
ερωτήματα θα προσπαθήσω να απαντήσω στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου,
αναλύοντας και θεωρητικοποιώντας την εξουσιαστική σχέση που συνάπτει ο κερδοσκόπος
αναγνώστης με τα λογοτεχνικά κείμενα καθώς και τις άμυνες των τελευταίων, μέσα
απ’ το παράδειγμα της ‘Τριλογίας της Νέας Υόρκης’, του Paul Auster, έναντί του.
Η ιδιότητα του
αναγνώστη αποτελεί ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό πρότυπο κανονικοποιημένης
μορφής του πολιτισμού μας. Πρόκειται για μια ιδιότητα η δράση της οποίας – όπως
και κάθε άλλης – ορίζεται, διαμορφώνεται κι επιτελείται – τηρουμένων των
εκάστοτε αναλογιών – απ’ τις τεχνολογίες εξουσίας της κυριαρχίας, της
πειθαρχίας, της βιοπολιτικής (βλ. Foucault, 1982̇ Φουκώ, 1989̇ Φουκό, 1991̇
Φουκώ, 2008) και – εσχάτως – της ψυχοπολιτικής (βλ. Χαν, 2023). Ο αναγνώστης
αυτορυθμίζεται, αυτοελέγχεται και αυτοπροσαρμόζεται στις υποδείξεις των νορμών
και των κανόνων της κοινωνικής οργάνωσης και του κυρίαρχου λόγου και υποκύπτει
αυτοβούλως στις επιταγές της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας και της πολιτισμικής
βιομηχανίας (Χορκχάιμερ & Αντόρνο, 1996).
Όπως ειπώθηκε,
κανέναν υποκείμενο δεν ξεφεύγει απ’ το άγγιγμα της εξουσίας, δεν δραπετεύει απ’
το κλίμα της. Όλοι και όλα συμμετέχουν σ’ αυτή και με αυτή, οι πάντες και τα
πάντα διαδραματίζουν ρόλους. Δεν υπάρχει κάποιος χώρος/τόπος εκτός εξουσίας. Η
τελευταία διαχέεται ολούθε, είναι ρευστή, είναι παντού. Η εξουσία λοιπόν
καταλαβαίνει κανείς ότι δεν είναι ένας πυρήνας, ένα κέντρο, ένα πρωταρχικό
σημείο, αλλά αντίθετα είναι αποκεντρωμένη και διασκορπισμένη. Μιλάμε επομένως
για σχέσεις εξουσίας (Foucault, 1982̇ Φουκό, 1991̇ Φουκώ, 2008).
Αφού λοιπόν
είναι έτσι τα πράγματα, τότε προς τι η προσήλωση στον αναγνώστη; Το ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στην ιδιότητα του αναγνώστη είναι ότι τείνει να μην παρουσιάζει
μεγάλες – σε επίπεδο προθέσεων έστω – αποκλίσεις και παρεκκλίσεις απ’ τα
επιβαλλόμενα πρότυπα: ακολουθεί τις οδηγίες και τις μορφοποιεί, θα λέγαμε,
σχετικά πιστά. Θα ονομάσουμε αυτόν τον τύπο αναγνώστη ως κερδοσκόπο αναγνώστη.
Η ανάγνωση που επιτελεί ο κερδοσκόπος αναγνώστης μπορεί να ειπωθεί ότι
εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο της «αλλοτριωμένης ανάγνωσης» (Κατσιγιάννης,
2024):
τι είναι λοιπόν η αλλοτριωμένη
ανάγνωση; Θα μπορούσαμε να πούμε, με τους όρους του Barthes (2019: 176), ότι
είναι το «να διαβάζουμε υπό την έννοια του να καταναλώνουμε», δηλαδή «να μην
παίζουμε με το κείμενο» και να μην απολαμβάνουμε τόσο την ίδια του την ύλη όσο
και την αναγνωστική διαδικασία (Μπαρτ, 2022) […] πρόκειται για έναν οριακό τρόπο
λογοτεχνικής συνομιλίας όπου η ανάγνωση είναι απλώς μία αγγαρεία, μία μηχανική
λειτουργία, η οποία τίποτα απολύτως δεν προσθέτει στον κόσμο του αναγνώστη,
εκτός από την περαιτέρω συνήθειά του σε αλλοτριωτικές διαδικασίες
(Κατσιγιάννης, 2024).[1]
Η συμπεριφορά τoυ κερδοσκόπου αναγνώστη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό
στην επιθυμία και την επιδίωξη – κατά μία έννοια – πρωτότυπων ανακαλύψεων και
κερδοφόρων συναλλαγών. Προσιδιάζει, θα λέγαμε, στο προφίλ του μισθοφόρου, σε
κάποιον που είναι επιφορτισμένος να επιστρέψει νικητής, με λάφυρα. Κι αυτό είναι
κάτι που μπορεί να εξακριβωθεί όχι τόσο με το τι διαβάζεται – χωρίς αυτό να είναι ένα ασήμαντο ζήτημα – αλλά
κυρίως με το πώς και το γιατί της ανάγνωσης που επιτελείται. Εξηγώ
τι εννοώ.
Κατά κανόνα, στη
σημερινή εποχή, τα λογοτεχνικά κείμενα αντιμετωπίζονται στην εξής
βάση/αντίληψη: ότι δεν είναι παρά άψυχα πράγματα, σταθερά αντικείμενα και
συνεπώς, πρέπει να δει και να βρει κανείς πώς θα του φανούν – κυριολεκτικά –
χρήσιμα. Η χρηστικότητα, η πρακτικότητα και η ωφελιμιστικότητα αποτελούν
σταθερές της θετικιστικής μας κοινωνίας κι έτσι τα πάντα οφείλουν να
υποτάσσονται στον εξονυχιστικό έλεγχο αυτού του τεστ. Συνέπεια – ή μάλλον αιτία
– αυτού είναι η αντιμετώπιση προς τα λογοτεχνικά κείμενα μέσα από έναν λόγο
αγοράς και κέρδους. Τι είναι το βιβλίο λοιπόν; Ένα υλικό αντικείμενο που
αποκτήθηκε έναντι χρηματικής αμοιβής και τίποτα παραπάνω. Με αυτή τη λογική, το
βιβλίο μπορεί να προσφέρει κάτι: ψυχαγωγία, χαλάρωση, αποφόρτιση. Η ανάγνωση
πρέπει να έχει καταναλωτική επίδραση:
κάθε βιβλίο-προϊόν πρέπει να αντιπροσωπεύει
την ελπίδα μιας εκπληκτικής συντόμευσης του δρόμου που οδηγεί στη γη της
επαγγελίας της ολικής ανάγνωσης-κατανάλωσης: «Με συνεπήρε!» […] αυτός είναι ο
εφήμερος χαρακτήρας που απαντά στο πρόσωπο των «αφοσιωμένων, «φανατικών»
αναγνωστών που καταναλώνουν χιλιάδες βιβλία με ακόρεστη όρεξη: κάθε νέα
ανάδειξη μιας επόμενης μορφής ολοκληρωτικής εξουσίας αποκαλύπτει την πλασματική
κοινότητα που την επιδοκιμάζει ομόφωνα και δεν είναι παρά μια συνάντηση
μοναχικοτήτων, που περιμένουν κάθε φορά το επόμενο «ταξίδι». God save us from book lovers! (Χρυσόπουλος, 2016: 69-70).
Η προαναφερθείσα
προσέγγιση απέναντι στο λογοτεχνικό κείμενο, μας καλεί να επιστρέψουμε στο
αρχικό ζήτημα των σχέσεων εξουσίας – αν και στην πραγματικότητα, ποτέ δεν
φύγαμε. Από τη στιγμή που η ανάγνωση καθίσταται αντιληπτή υπό τους ανωτέρω
όρους, δηλαδή υπό το πρίσμα μιας εργαλειακής, τεχνοκρατικής και διαχειριστικής
προσέγγισης, τότε και η ηθικο-πολιτική της στάση απέναντι στη λογοτεχνία δεν
μπορεί παρά να είναι επιβλαβής. Τι εννοώ;
Για τον κερδοσκόπο αναγνώστη, η λογοτεχνία αποτελεί ένα
απέραντο μουσείο με αχρείαστα εκθέματα. Αυτή η αντίληψη φανερώνει ίσως
καθαρότερα από κάθε τι άλλο την εξουσιαστική του προσέγγιση: επιβεβαιώνει την
ανωτερότητα που θεωρεί ότι έχει και επιχειρεί να εδραιώσει. Δεν ενδιαφέρεται
για το ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο αλλά για την αύξηση της εξουσίας του – πάνω
στο κείμενο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Με άλλα λόγια, ο κερδοσκόπος αναγνώστης προσπαθεί να προκαθορίσει,
να προβλέψει και να προσδιορίσει τα πάντα απ’ την αρχή – αν είναι δυνατόν ακόμη
και πριν καν πιάσει στα χέρια του το βιβλίο. Αγωνιά να τα βάλει όλα σε τάξη, σε
αρμονία: στην πραγματικότητα να θέσει τον λογοτεχνικό κόσμο σε λειτουργία
απενεργοποίησης. Επιδιώκει να κατασπαράξει το κείμενο, να τελειώσει μια για
πάντα μαζί του, να ξεμπερδέψει με τον αισθητικό του λαβύρινθο και να αισθανθεί
ότι κατάφερε να αφομοιώσει – ή και να διευρύνει – το είναι του, ότι απέφυγε
όλες τις παγίδες του (βλ. Derrida, 1987: 4). Δεν γίνεται να κάνει λάθος,
αβλεψίες και ό,τι άλλο σχετικό, πόσο μάλλον να νιώσει ότι αμφισβητείται απ’ το
κείμενο, λειτουργώντας στη βάση του: «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο».
Αποικιοκρατική
λοιπόν η λογική του κερδοσκόπου
αναγνώστη, ο οποίος υιοθετώντας μια τέτοια αναγνωστική πρακτική επιχειρεί να
ισοπεδώσει τόσο ό,τι θεωρεί πως του ανήκει όσο και να κατακτήσει ό,τι θεωρεί
πως ανήκει σε ό,τι θέλει να ανήκει στον ίδιο. Η πράξη της ανάγνωσης αυτής
«καθίσταται το έπος ενός αγώνα», όπου ο κερδοσκόπος αναγνώστης, «πραγματοποιεί
ένα τέχνασμα αποκλειστικά εμπορευματικής λογικής: πλήρωσα με την ανάγνωση (και
κυριολεκτικώς: για το βιβλίο) και αναμένω το αντίτιμο» (Χρυσόπουλος, 2016: 66).
Αυτού του είδους
το μοντέλο ανάγνωσης επιτελείται στα τυφλά, εφαρμόζεται χωρίς – καν – συνειδητή
σκέψη: η – ανώριμη και μη έμπειρη – εξουσία στον αυτόματο πιλότο. Αρκεί να
διατηρούνται τα νερά – του εκάστοτε λογοτεχνικού κειμένου – ήρεμα και τα
υποκείμενα και τα όντα εντός του ήμερα. Έτσι, όλα – θα – πάνε βάσει σχεδίου: η
διακυβέρνηση του κέρδους και η επιχειρηματική λογική των υλικότατων σκοπών
έναντι του σώματος της λογοτεχνίας. Ο κερδοσκόπος αναγνώστης ζητά να
αυτοεκπληρωθεί και να διατηρήσει την επιθυμία του για εκμετάλλευση. Πρόκειται
στην ουσία για μια άσκηση εδραίωσης του κύρους του, για μια στρεβλή προσπάθεια
αυτοβελτίωσης.
Ωστόσο, υπάρχουν
φορές – δηλαδή λογοτεχνικά κείμενα – που ο αναγνώστης κινητοποιείται αλλιώς και
μπαίνει στην τροχιά του να κατανοήσει ότι η πεπατημένη του αποδεικνύεται
λανθασμένη. Έρχεται αντιμέτωπος με λογοτεχνικά ερεθίσματα που τον ξεστρατίζουν
ή μάλλον τον αναγκάζουν να παρεκκλίνει και να αναθεωρήσει τις ως τώρα
αναγνωστικές του μεθόδους, που ανατρέπουν αυτή την ομαλή πορεία, την
αδιατάρακτη συνθήκη ψευτοσυμφιλίωσης με το κείμενο και ταράζουν τα λιμνάζοντα
νερά.
Αναμφίβολα, ένα
τέτοιο λογοτεχνικό ερέθισμα είναι τα τρία κείμενα που αποτελούν την ‘Τριλογία
της Νέας Υόρκης’, του Paul Auster: Γυάλινη πόλη, Φαντάσματα, Το κλειδωμένο
δωμάτιο. Μεταμοντέρνο βιβλίο που προσφέρει στον αναγνώστη – ίσως πολύ ευθέως –
αυτό που ο Μπαρτ ονομάζει «απόλαυση του κειμένου» (2022). Ιστορίες ανοικτές,
συνταγμένες υπό το πλέγμα της ενδεχομενικότητας και της άρνησης της
κατεστημένης πραγματικότητας, απροσδιόριστες, κρύφιες, παραπλανητικές, μη
συμπαγείς νοηματικά, διαμετρικά – και εσκεμμένα – ασαφείς, πολυδιάστατες και
χαώδεις, δεν έχουν τίποτα να δώσουν στον αναγνώστη πέρα απ’ τη χαρά και την
ευθύνη της συνδημιουργίας. Αυτό είναι πολύ κρίσιμο. ‘Η Τριλογία της Νέας
Υόρκης’ αποκαλύπτει θα μπορούσαμε να πούμε την έννοια της λογοτεχνίας, τη φύση
της και τη διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάστασή της, αυτή του παιχνιδιού.
Ο κερδοσκόπος
αναγνώστης έχει ήδη αντιληφθεί ότι εδώ δεν είναι ο τόπος του, δεν βρίσκεται στη
«νηπιακή εκδοχή της λογοτεχνίας», εκεί όπου κυριαρχεί «η εξιστόρηση αναμνήσεων
και ταξιδιών, ερώτων και απωλειών, ονείρων και φαντασιώσεων» (Ντελέζ, 2024: 13).
Τέρμα οι εύκολες
λύσεις, τέρμα τα μη κοπιώδη συμπεράσματα και σίγουρα τέρμα η εμπορευματική
αντίληψη για τη λογοτεχνία και τα κείμενά της. Ο Auster
αναπαριστά τη λογοτεχνία ως πρόσκληση στον αναγνώστη για παιχνίδι, αλλά και ως
παιχνίδι καθαυτό. ‘Η Τριλογία της Νέας Υόρκης’
είναι ένα σύνολο σπαζοκεφαλιών μέσα σε σπαζοκεφαλιές και ούτω καθεξής,
αποκρυπτογραφημένο, όχι – τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά – προσπελάσιμο,
αδιαπέραστο από μηχανιστικές πρακτικές. Εκείνο που έχει σημασία είναι η ίδια η
πράξη της ανάγνωσης και τίποτα παραπάνω: θα μπορούσαν να διαβάζονται επ’
αόριστον, ανεξάρτητα από κάθε συνθήκη. Εδώ βλέπουμε κατάματα το γεγονός: είναι
αυτό ακριβώς που δεν αντέχει ο κερδοσκόπος αναγνώστης διότι έτσι ακυρώνεται
ολόκληρο το σαθρό οικοδόμημα στο οποίο προφυλάσσεται και από το οποίο
επιτίθεται. Σημαντική στιγμή: οι άμυνες της λογοτεχνίας. Με τη λογοτεχνική
κατασκευή που δημιούργησε ο Paul Auster, αποκρούει την ανεπιθύμητη παρουσία,
ξεπροβοδίζει τη χρηστική λογική που καμία απολύτως σχέση δεν έχει με τον κόσμο
της λογοτεχνίας. Όμως, ας επιμείνουμε σ’ αυτό.
Στην ‘Τριλογία
της Νέας Υόρκης’ απουσιάζουν όλα εκείνα τα δομικά χαρακτηριστικά που είναι
απαραίτητα στον κερδοσκόπο αναγνώστη ώστε να δικαιώσει (στον εαυτό του
πρωτίστως) με τον καλύτερο – γι’ αυτόν σημαίνει με τον πιο ήσυχο κι εύκολο –
τρόπο το περιεχόμενο του ονόματος της ιδιότητάς του. Στην ‘Τριλογία της Νέας
Υόρκης’ απουσιάζει κάθε είδος σταθερότητας, η πραγματικότητα υφίσταται
παραμορφώσεις, ο χώρος και ο χρόνος συμπιέζονται, αλλάζουν και χάνονται, οι
ταυτότητες μεταβάλλονται, μετασχηματίζονται και μπλέκονται σ’ ένα ατέρμονο
παιχνίδι ψευδαισθήσεων, οι πράξεις των χαρακτήρων στερούνται σαφήνειας, οι σκέψεις
τους μοιάζουν – συχνά ακραία – σισύφειες.[2]
Ιστορίες
πολυσημικές, που εξαιτίας ακριβώς αυτής της θραυσματικής συνθήκης τους,
αναγκάζουν τον αναγνώστη σε πολλαπλές ερμηνείες, τον τοποθετούν συνεχώς σε
διαφορετικά νοηματικά μονοπάτια, τον περιπλανούν σε ρευστοποιημένα
περιβάλλοντα. Οι ιστορίες της ‘Τριλογίας της Νέας Υόρκης’, ως πιστά – με τη
θετική έννοια – μεταμοντέρνα λογοτεχνικά κείμενα «ανατρέπουν και, άλλοτε, υπονομεύουν
τις γενικώς παραδεκτές, διευρύνοντας τη σημασιακή εμβέλεια» (Παϊβανάς 2015: 301).
Όλα αυτά εξοργίζουν εντόνως τον κερδοσκόπο αναγνώστη που απαιτεί απλώς μια
ψευδο-τέρψη – στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Επιπλέον, τα
παραπάνω επιτελούνται απ’ τον συγγραφέα μέσα από μεταμοντέρνες συγγραφικές
τεχνικές, όπως η διακειμενικότητα, η μεταμυθοπλασία, η αυτοαναφορικότητα, η
αναξιοπιστία κλπ. Επομένως, η ίδια η δομή του βιβλίου είναι ένας αμυντικός
μηχανισμός απέναντι στον κερδοσκόπο αναγνώστη που το μόνο που επιθυμεί είναι να
περάσει το υποκείμενό του αλώβητο από τη λογοτεχνική ύλη, καθιστώντας τον εαυτό
του – εξουσιαστικά – ολοκληρωμένο. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά και στοιχεία, ο
κερδοσκόπος αναγνώστης τα αντιμετωπίζει σαν κακομαθημένο παιδί που θέλει μόνο
ν’ απλώσει τα χέρια του όπως και όπου θέλει. Τον κουράζουν τα πολλά πολλά κι
έτσι συμπεριφέρεται με δυσπιστία, μη σοβαρότητα κι επιδεικνύει πομπώδη κι
ενοχλητική άγνοια: «αντιδρά αναφωνώντας μεγαλοφώνως: μεταμοντέρνα παιχνίδια!»
(Χρυσόπουλος, 2016: 199).
Και ίσως να
μπορεί να μαντέψει το πλάνο του Auster μέσα σε – και με – τις ιστορίες: ο
τελευταίος καλεί αυτόν τον αναγνώστη σε ενηλικίωση, σε εμπέδωση ενός
διαφορετικού τρόπου αναγνωστικής στάσης. Ο Paul Auster, ως παιδαγωγός.
Εδώ είναι
ξεκάθαρη η πρόθεση – αλλά η πρακτική – αυτοπροστασίας της λογοτεχνίας. Βλέπουμε
το ένστικτο επιβίωσής της εν δράσει. Ο κάθε αναγνώστης έχει το απεριόριστο
δικαίωμα να επιτελεί την αναγνωστική διαδικασία με όποιον τρόπο θέλει, με όποια
μέθοδο θεωρεί ότι ανταποκρίνεται καλύτερα στον εαυτό του, ταιριάζει με την
ιδιοσυγκρασία του. Ωστόσο, μία χ αναγνωστική πρακτική βλέπουμε ευκρινώς ότι δεν
μπορεί να αποτελεί ένα κλειδί πασπαρτού που ανοίγει κάθε κειμενική πόρτα, δεν
μπορεί να θεωρείται πανάκεια δηλαδή.
Η πράξη της
ανάγνωσης είναι μια εργασία εφάμιλλη με αυτή του συγγραφέα, απλώς επιτελείται –
τουλάχιστον φαινομενικά – μέσω διαφορετικών μεθόδων (βλ. επίσης Κατσιγιάννης, 2025α,
2025β, 2025γ, 2025δ). Ο αναγνώστης ασχολείται με το λογοτεχνικό κείμενο, δηλαδή
ασχολείται με τη λογοτεχνία – και όχι απλώς με ένα μεμονωμένο στιγμιότυπό της.
Η ανάγνωση, ως «επιτελεστική πρακτική» (Κατσιγιάννης,
2025β), είναι η πραγμάτωση του λογοτεχνικού σύμπαντος: ο αναγνώστης
κατασκευάζει κόσμους, συμμετέχει σε ήδη κατασκευασμένους κόσμους και ανασύρει
ποικίλα σημεία απ’ όλους αυτούς, συμμετέχοντας ενεργά στο παιχνίδι που είναι η
λογοτεχνία. Διαβάζω απ’ τον Blanchot (2018: 295):
το βιβλίο […] είναι εκεί, το έργο
όμως είναι ακόμη κρυμμένο, ίσως ριζικώς απόν, πάντως συγκαλυμμένο,
επισκοτισμένο απ’ την καταφάνεια του βιβλίου, πίσω απ’ την οποία το έργο
αναμένει την απελευθερωτική απόφαση, το Λάζαρε, δεύρο έξω. Η αποστολή της
ανάγνωσης φαίνεται πως είναι το να κυλήσει την ταφόπλακα, να την καταστήσει
διαφανή, να την καταλύσει με τη διεισδυτικότητα του βλέμματος, το οποίο
πηγαίνει με ορμή πέραν.
Όλα αυτά, ο Paul
Auster φαίνεται να τα γνωρίζει σε βάθος και γι’ αυτό κατασκεύασε την ‘Τριλογία
της Νέας Υόρκης’ σε σύμπραξη με τις λειτουργίες εκείνες της ανάγνωσης που
ταιριάζουν στη λογοτεχνία ως παιχνίδι.
Βιβλιογραφία
Barthes, R. (2019). Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (Γ. Σπανός,
Μτφρ., Β. Πατσογιάννης, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Blanchot, M. (2018). Ο χώρος της λογοτεχνίας (Δ. Δημητριάδης,
Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Derrida,
J. (1987). The Post Card: From Socrates
to Freud and Beyond (A. Bass, Trans.). Chicago: University of Chicago Press.
Foucault,
M. (1982). Ιστορία της σεξουαλικότητας, 1: Η δίψα της γνώσης (Γ. Ροζάκη, Μτφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις
Ράππα.
Κατσιγιάννης, M. (2024). Η θέση και
ο ρόλος της λογοτεχνίας στο πλαίσιο της προσχολικής εκπαίδευσης: σχόλια για μία
τοξική σχέση. τοβιβλίο.net.
Ανακτήθηκε 9 Φεβρουαρίου 2025, από: https://tovivlio.net/%ce%b7-%ce%b8%ce%ad%cf%83%ce%b7-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bf-%cf%81%cf%8c%ce%bb%ce%bf%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%cf%84%ce%b5%cf%87%ce%bd%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%bf-%cf%80/
Κατσιγιάννης, M. (2025α). Ανατομία
της ανάγνωσης: σκέψεις για τη χειραφετητική δράση της ανάγνωσης. Θράκα. Ανακτήθηκε 20 Ιουλίου 2025, από: https://thraca.gr/2025/01/%ce%b1%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%bc%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bd%ce%ac%ce%b3%ce%bd%cf%89%cf%83%ce%b7%cf%82-%cf%83%ce%ba%ce%ad%cf%88%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7.html
Κατσιγιάννης, M. (2025β). Ποιος φοβάται
την ανάγνωση; Εξιτήριον. Ανακτήθηκε
20 Ιουλίου 2025, από: https://exitirion.wordpress.com/2025/02/18/mixalis-katsigiannis-poios-fovatai-tin-anagnosi/
Κατσιγιάννης, M. (2025γ).
Αποσταθεροποιώντας το οικουμενικό στην ερμηνευτική διαδικασία: η περίπτωση των
ερμηνευτικών κοινοτήτων του Stanley Fish. Στίξη.
Ανακτήθηκε 20 Ιουλίου 2025, από: https://stiksh.com/2025/01/08/apostatheropoiontas-to-oikoumeniko-stin-ermhneutikh-diadikasia/
Κατσιγιάννης, M. (2025δ). Σχόλια
στον Wolfgang Iser ή τι συμβαίνει με τον W. Iser και το θεωρητικό του σχήμα. Περί ου. Ανακτήθηκε 20 Ιουλίου 2025,
από: https://www.periou.gr/michalis-katsigiannis-scholia-ston-wolfgang-iser-i-ti-symvainei-me-ton-w-iser-kai-to-theoritiko-tou-schima/
Μπαρτ, Ρ. (2022). Η απόλαυση του κειμένου (Φ. Χατζιδάκη
& Γ. Κρητικός, Μτφρ.). Αθήνα: Κέδρος.
Ντελέζ, Ζ (2024). Κριτικά και κλινικά (Χ. Κολύρη, Μτφρ.,
Γ. Ρήγας, Επιμ.). Αθήνα: Κέδρος.
Παϊβανάς Δ. (2015). Η πεζογραφία
του Θανάση Βαλτινού, ο μεταμοντερνισμός και το ιστοριογραφικό πρόβλημα. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής
και Ηθικής Θεωρίας, 12, 297–334. DOI: https://doi.org/10.12681/sas.777
Φουκώ, Μ. (1989). Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής
(Κ. Χατζηδήμου Ι. Ράλλη, Μτρφ.). Αθήνα: Ράππας.
Φουκό, Μ. (1991). Η Μικρο-φυσική της εξουσίας (Λ. Τρουλινού,
Μτφρ.). Αθήνα: Ύψιλον.
Φουκώ, Μ. (2008). Το μάτι της εξουσίας. Τ. Μπέτζελος. Μτφρ.),
Αθήνα: Βάνιας.
Χαν, Μ.-Τ. (2023). Ψυχοπολιτική: ο νεοφιλελευθερισμός και οι
νέες τεχνικές εξουσίας (Β. Τσαλής, Μτφρ.). Αθήνα: Opera.
Χορκχάιμερ, Μ. & Αντόρνο, Τ. Β.
(1996). Διαλεκτική Του Διαφωτισμού:
Φιλοσοφικά Αποσπάσματα (Λ. Αναγνώστου, Μτφρ., Γ. Κουζέλης, Επιμ.). Αθήνα:
Νήσος.
Χρυσόπουλος, Χ. (2016). Ο Δανεισμένος Λόγος: Δοκίμιο για την Επιτελεστικότητα της Λογοτεχνίας. Αθήνα: Εκδόσεις Οκτώ.
Πρώτη δημοσίευση: Ποιείν - Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης, 31 Αυγούστου 2025
[1] Ωστόσο, είναι απαραίτητη εδώ μια
διευκρίνηση: «εκείνο το οποίο επιτελεί η αλλοτριωμένη ανάγνωση είναι η όλο και
πιο βαθιά συγκρότηση των πρακτικών του υπάρχοντος εαυτού του αναγνώστη. Με άλλα
λόγια, ό,τι καταφέρνει η αλλοτριωμένη ανάγνωση το καταφέρνει εντός των ορίων
και των περιθωρίων της, όχι όμως σαν γέννηση, αλλά σαν ισχυροποίηση αυτού που
ήδη έχει γεννηθεί. Θα μπορούσαμε να πούμε, δηλαδή, ότι η αλλοτριωμένη ύπαρξη
ενός υποκειμένου επιτελείται σε όλα τα πλαίσια και τα πεδία δράσης με σχετική
ομοιομορφία ως προς τις πρακτικές που επιλέγονται να επιστρατευθούν». (Κατσιγιάννης,
2024).
[2] Σχετικά με το ζήτημα των
λογοτεχνικών χαρακτήρων της ‘Τριλογίας της Νέας Υόρκης’, παραπέμπω στη θέση του
Ντελέζ (2024:14), η οποία αντικατοπτρίζει επακριβώς τη λογοτεχνική πρόθεση και
πρακτική του Auster:
«η λογοτεχνία […] υφίσταται ανακαλύπτοντας πίσω από τα φανερά πρόσωπα τη δύναμη
του απρόσωπου – που δεν είναι μια γενικότητα αλλά μια ενικότητα στον υψηλότερο
βαθμό της […] δεν είναι το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο που αποτελούν τη
συνθήκη της λογοτεχνικής απόφανσης. Η λογοτεχνία αρχίζει μόνο όταν αναδύεται
μέσα μας ένα τρίτο πρόσωπο το οποίο μας απογυμνώνει απ’ τη δύναμη να λέμε Εγώ
[…] ασφαλώς οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες είναι απόλυτα ξεχωριστοί, δεν έχουν
τίποτα το ασαφές ή γενικό, όμως όλα τα υποκειμενικά τους χαρακτηριστικά τούς
εξυψώνουν σε ένα μη καθορισμένο επίπεδο, σαν ένα γίγνεσθαι που είναι πολύ
ισχυρό γι’ αυτούς».
