Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Κριτικό σημείωμα για τον Νικανόρ Πάρρα

Κριτικό σημείωμα για τον Νικανόρ Πάρρα 


του Μιχάλη Κατσιγιάννη


 

Ο Νικανόρ Πάρρα, (αντι)ποιητής της αντιποίησης,[1] είναι ένας άνθρωπος που μπορεί κανείς να εμπιστευθεί. Αυτή η παρατήρηση είναι μεγάλης σημασίας αν αναλογιστούμε ότι το σύμβολο του ποιητή πάσχει διαχρονικά και έντονα από κάλπικες, μη λογοτεχνικές ανάγκες, που συχνά αντανακλούνται στην εργασία του και μεταβάλλουν αρνητικά το περιβάλλον των χρησιμοποιούμενων λέξεων. Η ποιητική του Πάρρα, μακριά από το να θωρηθεί μέθοδος αλλά μάλλον επιτελεστική πρακτική επιβίωσης, αποτελεί κι αυτή μαζί με άλλες, μία αξιοσημείωτη – όχι με την αστική έννοια της απόδοσης δαφνών – αλλαγή παραδείγματος, τόσο σε ό,τι αφορά την ενασχόληση με την ποίηση όσο και σε ό,τι αφορά τον ποιητή ως είδος. Και αυτή η τελευταία παρατήρηση είναι μεγάλης σημασίας, αφού το ποιητικό παράδειγμα/υπόδειγμα που σύστησε ο Νικανόρ Πάρρα ήταν ανέκαθεν ένα δύσκολο είδος, ένα «νομαδικό» είδος προς εξαφάνιση – από την αστική έννοια που θέλησα πιο πάνω ν’ αποφύγω – που δραστηριοποιείται εντός «ριζωματικών» αντιπλαισίων, εκδοχών και προοπτικών (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022).

Ο Νικανόρ Πάρρα κατάφερε να απεγκλωβιστεί από την κατεστημένη ποιητική νοοτροπία που μέχρι και τις μέρες μας μαστίζει την εν λόγω τέχνη. Η γραφή του ανέδειξε το γεγονός ότι η ποίηση συνδέεται – καταγωγικά – με τη δράση του υποκειμένου μέσα στον κόσμο χωρίς να ξεχωρίζει την εσωτερικότητα από την εξωτερικότητά του. Αυτός είναι ίσως και ο πιο βασικός λόγος για τη συγκρουσιακή λογική που διέπει συνεκτικά αλλά και άτακτα την τέχνη του Πάρρα. Ο ποιητικός του λόγος, έμμεσος αλλά και διαπεραστικός, υπαινικτικός αλλά και ευθύβολος, απαλός αλλά και βαρύς, αποσκοπεί όχι φυσικά σε αυτό που συχνά ονομάζεται ως τέρψη του αναγνώστη, αλλά σε μια πορεία βαθύτερης, μη πλασματικής συνειδητοποίησης, σε μια ανοικτή, ενδεχομενική συνομιλία για τον κόσμο με τον κόσμο:

 

Ειδοποίηση

 

Δεν επιτρέπω να μου πει κανείς

Πως δεν καταλαβαίνει τα αντιποιήματα

Όλοι θα ξεραθούν στα γέλια.

 

Γι’ αυτό εγώ σπαζοκεφαλιάζω

Για ν’ αγγίξω την ψυχή του αναγνώστη.

 

Αφήστε τις ερωτήσεις.

Σαν είναι ετοιμοθάνατος κανείς

Ξύνεται όπως μπορεί.

 

Ακόμα τούτο:

Εγώ δε δυσκολεύομαι καθόλου

Να φορέσω μονάχος το ζουρλομανδύα. (Πάρρα, 2002: 45)

 

Κάτι μας λέει o ποιητής για το βάρος μας στον κόσμο, για τους συσχετισμούς μας με τους χωροχρόνους του, για το άλογο της καθημερινότητας, για το κλίμα της παρακμής που στέκει ως εμπόδιο για την εύρεση εναλλακτικών πρακτικών και μορφών ύπαρξης. Ο Πάρρα ενδιαφέρεται για τον κατακερματισμό του παζλ που μοιάζουν να είναι οι ζωές μας, για το ιδιότυπο ναρκοπέδιο που είναι η ζωή (μας): «όλα δηλητηριασμένα εκ των προτέρων» (Πάρρα, 2002: 64), γράφει κάποτε, για τη σήψη του τοπίου, ενός τοπίου που όπως στον καιρό του έτσι και τώρα στον δικό μας, σέρνει τους πάντες και τα πάντα στη λήθη, στην αποχαύνωση και το σημαντικότερο απ’ όλα, στην εμπέδωση της αναξιοπρεπούς και ρηχής παρουσίας:

 

Η κατάσταση γίνεται δύσκολη

 

Αρκεί να κοιτάξεις τον ήλιο

Πίσω από ένα θαμπό γυαλί

Για να δεις πως τα πράγματα πάνε άσχημα:

Ή μήπως πιστεύετε το αντίθετο;

 

Εγώ προτείνω να γυρίσουμε

Στις καράμαξες

Στο αεροπλάνο με ατμό

Στις τηλεοράσεις από πέτρα.

 

Οι παλιοί είχανε δίκιο:

Πρέπει να μαγειρεύουμε με ξύλα. (Πάρρα, 2002: 52)

 

Ποίηση αντιδογματική, αντισυμβατική, πρωτοποριακή και πολιτική (χωρίς να είναι στρατευμένη), αποφασίζει να επιτελέσει το έργο, όχι μιας κάποιας ελιτίστικης αφύπνισης του αναγνώστη, αλλά να τον προσκαλέσει σε μια συλλογική εξερευνητική ροή σκέψης και να τον προκαλέσει ν’ αφουγκραστεί τη δυναμική του πολύτιμου λόγου της – όχι επί τούτου – αμφισβήτησης και να επιτελεστικοποιήσει το ζωτικό χάος της παρέκκλισης, τον βαθύ και συνάμα πραγματικό ερωτισμό της αντίστασης, το λυτρωτικό αντιπρόγραμμα της αποδόμησης:

 

Όταν οι Ισπανοί

 

Όταν οι Ισπανοί ήρθαν στη Χιλή

Τα’ χασαν στην κυριολεξία γιατί εδώ

Δε βρήκαν ούτε ασήμι ούτε χρυσάφι

Χιόνι και τριμμένη πέτρα, ναι, τριμμένη πέτρα και χιόνι

Τίποτα δηλαδή που ν’ άξιζε τον κόπο

Τα είδη διατροφής ήταν ελάχιστα

Και συνεχίζουν να’ ναι θα μου πείτε

Είναι ακριβώς αυτό που ήθελα να τονίσω

Ο κόσμος στη Χιλή πεινάει

Κι ας ξέρω πως ομολογώντας το

Μπορεί να καταλήξω στην Πισάγουα

Αλλά ο αδιάφθορος Χριστός του Έλκι

Δεν μπορεί παρά να λέει την αλήθεια

Ας μου το συγχωρέσει ο στρατηγός Ιμπάνιεθ

Μα στη Χιλή ούτε έχουν ακουστά για ανθρώπινα δικαιώματα

Ούτε για ελευθερία του τύπου

Εδώ διατάζουν όσοι έχουν τον παρά

Κι η αλεπού φυλάει το κοτέτσι

Αλλά πείτε μου, αλήθεια,

Σε ποια χώρα σέβονται τ’ ανθρώπινα δικαιώματα; (Πάρρα, 2002: 76)

 

Καταληκτική σκέψη. Η όποια προσπάθεια ανάγνωσης του έργου του Νικανόρ Πάρρα είναι αφετηριακά απολύτως θετική, και αναγκαία θα πρόσθετα. Ωστόσο, για να είναι και ουσιώδης, δηλαδή όχι απλώς ένας καταναλωμένος όγκος λέξεων και όχι νοημάτων, απαιτείται από τον αναγνώστη να συμμετάσχει στην αλλαγή παραδείγματος που συνέβαλλε και αναζωογόνησε ο Πάρρα.

 

Βιβλιογραφία

 

Αγγελή, Ν. (2024). Nicanor Parra, Οικοποιήματα. Νέο Πλανόδιον. Ανακτήθηκε 24 Αυγούστου 2025, από: https://neoplanodion.gr/2024/12/22/nicanor-parra-ecopoemas/

 

Deleuze, G. & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

 

Ντελέζ, Ζ. & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.

 

Πάρρα, Ν. (2002). Ποιήματα και αντιποιήματα (Ρ. Καππάτος, Μτφρ.). Εκδόσεις Εκάτη.

 

Τσαλαπάτης, Θ. (2018). Ο Νικανόρ Πάρα και η αντιποίηση. efsyn.gr. Ανακτήθηκε 24 Αυγούστου 2025, από: https://www.efsyn.gr/nisides/anohyroti-poli/139098_o-nikanor-para-kai-i-antipoiisi

 

Χρηστάκου, Β. (2022). Μονόλογος του ατόμου. Χάρτης. Ανακτήθηκε 24 Αυγούστου 2025, από: https://www.hartismag.gr/hartis-47/metafrash/monologhos-toi-atomoi



Πρώτη δημοσίευση: To Koskino | For a revolutionary poetry of our times, 28 Αυγούστου 2025

[1] «Ο όρος που έγινε ευρύτερα γνωστός υπαγορεύοντας τη ρήξη με την παραδοσιακή ποίηση, έχει τις ρίζες του στη διαμονή του ποιητή στην Οξφόρδη κατά την περίοδο 1949- 1952 και την επαφή του με το έργο των Πάουντ, Έλιοτ, Κάφκα, Μπλέηκ, με τη φροϋδιανή θεωρία και τον υπερρεαλισμό.» (Αγγελή, 2025̇ βλ. επίσης, Τσαλαπάτης, 2018̇ Χρηστάκου, 2022).