Συνέντευξη της Γιώτας Τεμπρίδου στον Μιχάλη Κατσιγιάννη για το βιβλίο "Διαδοχικές ασυνέχειες"
του Μιχάλη Κατσιγιάννη
Στη συλλογή
μικρο-διηγημάτων της Γιώτας Τεμπρίδου με τίτλο ‘Διαδοχικές ασυνέχειες’, διαβάζω
έναν λόγο αναίρεσης, πλήγματος, κριτικής και μετασχηματισμού. Αυτή η διατύπωση
αρκεί από μόνη της – μέχρι ενός σημείου – για να μας βάλει στο κλίμα της γραφής
της Τεμπρίδου και να μας δώσει μια αίσθηση για τη διάθεση και τη δράση της. Η συγγράφισσα
αγγίζει ποικίλα θέματα και σχολιάζει διάφορες ιδιότητες – δυνητικές και μη –
ανθρώπων με έναν τόνο κι έναν λόγο όχι παθητικού εντοπισμού αλλά ενεργητικού
σχολιασμού. Έτσι, έρχεται κανείς/καμιά σε επαφή με σώματα σε πίεση, με ζωές σε
απειλή και ανησυχία, με τον ‘άλλο’ (βλ. τη Λένα, στο ‘Γονικά’, μια άλλη (;)
Λένα στο ‘Τα τελευταία λόγια της’, τον Κώστα, στο ‘Στιλ’, τον Γρηγόρη, στο
‘Ασθενείς και τραύματα’ και άλλους/ες χαρακτήρες – που είτε κατονομάζονται ρητά
είτε όχι).
Στα κείμενα της
συλλογής παρατηρείται η δράση – αλλά και η αυξανόμενη ανάπτυξη – μιας
φιλοσοφικής, στοχαστικής γραφής που διερευνά τα πεδία και της διαστάσεις – όχι
μόνο – του υπαρκτού και μελετά με έναν ιδιαίτερο – επιτελεστικό – τρόπο τις
τροχιές της σκέψης, της παρατήρησης, της φαντασίας και του βιώματος. Η
Τεμπρίδου χειρίζεται εύστοχα τη μικρή φόρμα και ελίσσεται ποικιλοτρόπως.
Ασχολείται με τον λόγο (της) κάνοντας κάτι σημαντικό: αντί να δίνει
προτεραιότητα και αποκλειστικότητα στα – σημαντικά μεν αλλά περιορισμένης
δράσης – εργαλεία της διαπίστωσης, της παράθεσης και της περιγραφής, μοιάζει να
αρνείται την ασφάλεια και τη στασιμότητά τους και προχωρά στην τολμηρή και
ριψοκίνδυνη πρακτική της – ως επί το πλείστον εγκρατούς – τοποθέτησης.
Σημαντικό είναι
και το χαρακτηριστικό ότι οι ‘Διαδοχικές ασυνέχειες’, αν και πεζογραφικό – με
την ευρεία αλλά και κατεστημένη έννοια – λογοτέχνημα κυριαρχούνται από έντονη,
εσωτερική και ρευστή ποιητικότητα η οποία αλληλεπιδρά με μια ομαλότητα με τον
αναλυτικό λόγο και διαχέεται σε όλες τις διαστάσεις των μικρο-διηγημάτων. Δεν
αποτελεί δηλαδή απλώς ύφος, αλλά και τρόπο.
Ακόμη, στις
σελίδες των ‘Διαδοχικών ασυνεχειών’, βλέπω εύγλωττα και μινιμαλιστικά μικρο-διηγήματα
που μέσα από μια λιτή και απλή έκφραση καταφέρνουν να ελκύσουν, αλλά και να
προκαλέσουν, τον/την αναγνώστη/στρια. Πιο συγκεκριμένα, οι ‘Διαδοχικές
ασυνέχειες’ φαίνεται να μην λειτουργούν υπό τον απόλυτο έλεγχο του συγγραφικού
υποκειμένου, αλλά πιο συλλογικά, και να διαμορφώνουν ένα συνεργατικό πλαίσιο
εντός του οποίου η γραφή δεν εξουσιάζει. Η γραφή της Τεμπρίδου δίνει άπλετο χώρο
και χρόνο στον/στην αναγνώστη/στρια χωρίς να τον/την υποβάλλει σε περίκλειστα
λογοτεχνικά – συγγραφοκεντρικά – μονοπάτια και χωρίς να τον/την περιορίζει σε
σταθερές και μονοσήμαντες ερμηνευτικές προοπτικές.
Και κάτι πολύ
σημαντικό: η – με την καλή έννοια – αποτελεσματική εκμετάλλευση του περιεχομένου
του εν λόγω βιβλίου από μέρους των αναγνωστών/στριών μπορεί να συμβεί μέσα από
τη διάρρηξη μιας πολύ συνηθισμένης, ενοχλητικής και τοξικής – στην ουσία της – σχέσης.
Τι εννοώ; Οι άνθρωποι που ζουν εντός των ιστοριών των ‘Διαδοχικών ασυνεχειών’,
είναι καλύτερο να γίνουν αντιληπτοί όχι ως ελλειμματικοί ή/και ποικιλοτρόπως
πάσχοντες. Αυτό θα ήταν μεγάλο κρίμα. Δε θέλουν απλώς να μιλήσουν – δηλαδή να
υπάρξουν απλώς ως μαριονέτες μέσα σ’ ένα ψυχαναλυτικό κλίμα κακοποίησης – αλλά
και να ακουστούν, να αποκτήσουν δηλαδή μη πλασματική ορατότητα. Κι εδώ είναι
που κρύβεται ο ρόλος του/της αναγνώστη/στριας, ο/η οποίος/α καλείται να
υιοθετήσει και να διαχειριστεί έναν άλλον τρόπο συνύπαρξης και – κυρίως –
αλληλεπίδρασης, μη κυριαρχικό, πατροναριστικό, χειριστικό και επιβαλλόμενο, να απολέσει
το όποιο αίσθημα υπεροχής και να αμφισβητήσει τα κανονικοποιητικά πλαίσια δράσης.
Κλείνοντας, θα
ήθελα να ευχαριστήσω τη συγγράφισσα για την απόφασή της να μου παραχωρήσει τη
συνέντευξη που παραθέτω εδώ. Τέλος, μία επισήμανση προς τον/την αναγνώστη/στρια.
Το κείμενο της παρακάτω συνέντευξης είναι χρήσιμο να αναγνωστεί έχοντας πάντα στο
νου ότι η συνέντευξη, ως εργαλείο, γειώνει – με την αρνητική έννοια – το
συζητούμενο αντικείμενο.
Συνέντευξη
με τη Γιώτα Τεμπρίδου
Πώς
προσεγγίζετε τη γραφή;
Με αγάπη, όσο γλυκανάλατο κι αν
ακούγεται αυτό. Και με λαχτάρα· και σεβασμό. Μου φαίνεται πως φέρομαι στα
κείμενα σαν να είναι μωρά καμιά φορά: τα βλέπω να μεγαλώνουν και συγκινούμαι,
τ’ αφήνω να πάρουν τον δρόμο τους και παρατηρώ τον απογαλακτισμό τους. Μια άλλη
απάντηση θα ήταν: ως φανατική αναγνώστρια.
Τι
είναι το μικρο-διήγημα;
Είδος στο οποίο διαπρέπουν οι
ισπανόφωνοι. Η μικρότερη φόρμα της πεζογραφίας. Δεν είναι πάντως η παιδική
ηλικία του μυθιστορήματος, άσκηση δηλαδή η προθάλαμος της μεγάλης φόρμας. Είναι
ένα αύταρκες λογοτεχνικό σύμπαν, με πολυποίκιλα κατάφορτα δέντρα.
Τι
σας ελκύει σε αυτό το είδος;
Η πυκνότητα κυρίως. Και που ένα
μικρο-διήγημα μπορεί να διαβαστεί σε δευτερόλεπτα (στο πόδι, ανά πάσα στιγμή,
όπου κι αν βρίσκεσαι), συνεχίζει όμως καμιά φορά να σε απασχολεί για χρόνια.
Ποιες
θα λέγατε ότι είναι οι θεματικές των ‘Διαδοχικών ασυνεχειών’;
Οι
κοινωνικές συμβάσεις, η έμφυλη βία, η φθαρτότητα, οι διακρίσεις, τα ανθρώπινα
(κατορθώματα και κρίματα), ανάμεσα σε άλλα. Δεν τα θυμόμουν βέβαια όλα αυτά,
πάνε χρόνια. Ξεφύλλισα το βιβλίο και μου φάνηκε πως τα διέκρινα στις σελίδες του.
Ως
αφιέρωση υπάρχει το χαϊκού: «Για τη ζωή μου/που όλο ρωτάει να/βρει πώς
γίνεται». Μπορείτε να το εξηγήσετε;
Ναι, αυτό το θυμάμαι καλά. Το
βιβλίο είναι αφιερωμένο στη Ζωή, έγραψα όμως το όνομά της με πεζό αρχικό, για
να πηγαίνει ο νους και στη ζωή που ζούμε. Δεν ήθελα να αποπροσανατολίσω,
προσπαθούσα απλώς να μην περιορίσω την πρόσληψη. Είναι μια συγκεκριμένη
αφιέρωση δηλαδή, που μπορεί να σημαίνει κάτι και για όσα άτομα δεν γνωρίζουν τη
Ζωή, εμένα, τον κόσμο μας. Η συγκεκριμένη Ζωή λοιπόν, τα χρόνια εκείνα ρωτούσε
συχνά πώς γίνεται το ένα και πώς γίνεται το άλλο – νομίζω μάλιστα πως δεν
περίμενε συνήθως απάντηση, δεν ήταν η απάντηση που είχε σημασία. Το τελευταίο
κομμάτι του παζλ είναι η φόρμα. Διάλεξα το χαϊκού γιατί στη συγκεκριμένη
περίπτωση με εξυπηρετούσε. Αυτό που ήθελα να πω μπορούσε αβίαστα να απλωθεί σε
τρεις στίχους, αποτελούμενους από πέντε, εφτά και πέντε συλλαβές, αντίστοιχα.
Έτσι κι έγινε (απλώθηκε). Θεωρώ το χαϊκού πολύ δύσκολο είδος. Η λακωνικότητά
του με κάνει να το σκέφτομαι καμιά φορά σαν μακρινό ξαδερφάκι του
μικρο-διηγήματος. Η πειθαρχία που απαιτεί όμως είναι μια άλλη ιστορία.
Το
βιβλίο έχει μια έντονη επιρροή από Κάφκα και Μπόρχες.
Δεν είμαι ειδική σε κανέναν από
τους δύο, αν και τους έχω διαβάσει αρκετά. Τον Κάφκα μόνο από μετάφραση. Στους
Λατινοαμερικανούς επιστρέφω συστηματικά – όχι στον Μπόρχες αποκλειστικά, είναι
όμως τόσο πολυσχιδής που σχεδόν παντού μπορεί να έχει βάλει το χεράκι του. Ο
χωρομέτρης των Διαδοχικών ασυνεχειών
κατάγεται βέβαια από τον κόσμο του Κάφκα. Με τον τρόπο τους, περάσματα από το
βιβλίο κάνουν κι άλλοι, όπως ο Αντώνης Σαμαράκης και η Μάργκαρετ Άτγουντ.
Γενικά, η συνομιλία με τα κείμενα, αυτό που λέμε διακειμενικότητα, με γοητεύει
πολύ.
Όλα
τα κείμενα της συλλογής χαρακτηρίζονται από ‘ανοικτότητα’. Ήταν κάτι που το
προσπαθήσατε;
Αν μιλάμε για ανοικτότητα στην
ερμηνεία, σίγουρα. Μου είναι ζητούμενο. Δεν μ’ αρέσουν καθόλου τα κλειστά
σχήματα/ συστήματα. Με κάνουν ν’ ασφυκτιώ.
Στις
‘Διαδοχικές ασυνέχειες’ αντικρίζω ποιητικότητα.
Έχουμε
φάει ψωμί κι αλάτι με την ποίηση, μικρή κυλιόμουν μέσα της μετά μανίας, μετά
ήρθε εκείνη μέσα μου. Βγαίνει προς τα έξω, φανερώνεται, χωρίς να το καταλάβω
καλά καλά, δεν με ρωτάει, δεν με πειράζει, της έχω εμπιστοσύνη. Δεν σχεδιάζω να
γράψω ποίηση πάντως. Αρκετά περίπλοκη είναι ήδη η σχέση μας.
Δίνετε
κάποιους συγκριμένους στόχους στο βιβλίο;
Ένας
στόχος ήταν να συγκοινωνούν μεταξύ τους τα κείμενα. Όχι όμως όλα με όλα και όχι
συνεχώς με τον ίδιο τρόπο. Να μην είναι μονοδιάστατο το πράγμα δηλαδή, να μην
είναι μονοκόμματο, συνεχές. Ν’ αποτελεί μια συλλογή, ταυτόχρονα όμως κάθε
κομμάτι του να μπορεί να σταθεί και μόνο του. Κυρίως, να έχει κάτι να πει.
Οι
‘Διαδοχικές ασυνέχειες’ είναι γραφή από τα κάτω.
Μάλλον επειδή δεν έχω καμία σχέση
με τους από πάνω.
(Ευχαριστώ πάντως γι’ αυτή την
παρατήρηση.)
Θα
μπορούσαν να γραφτούν ξανά οι ‘Διαδοχικές ασυνέχειες’;
Ασφαλώς. Μόνο που θα ήταν άλλες.
Ένα
σχόλιο για τον χώρο της λογοτεχνίας (όχι του Maurice Blanchot).
Η
λογοτεχνία θα μπορούσε και χωρίς χώρο.
Υπάρχει
λογοτεχνία σήμερα;
Φυσικά και υπάρχει. Αν δεν υπήρχε,
θα το είχα βάλει στα πόδια, δεν είναι και κανένα αριστούργημα ο κόσμος μας, να
τον υπομένουμε στωικά. Εκείνο που μπορεί να μην υπάρχει είναι ο Παπαδιαμάντης
(ο Φλομπέρ, ο Τολστόι…) του σήμερα. Αυτό όμως δεν είναι πρόβλημα. Έχουμε πάντα
τον Παπαδιαμάντη του χθες, τον οποίο μπορούμε μάλιστα (εφόσον το θέλουμε) να
διαβάσουμε με τα μάτια/ μυαλά/ εργαλεία του σήμερα. Αυτά που αναγνωρίζουμε ως
αριστουργήματα του παρελθόντος δεν γίνεται να επαναληφθούν. Νέα αριστουργήματα
θα προκύψουν, θα αργήσουμε να τα αναγνωρίσουμε ως τέτοια, θα δυσκολευτούμε
καταρχάς να τα διακρίνουμε μέσα στο πλήθος· η παραγωγή τίτλων σήμερα είναι
απελπιστικά μαζική. Μπορεί να είναι λίγο αποθαρρυντικό αυτό,
ούτε κατά διάνοια δεν με τρομάζει όμως όσο το σενάριο μιας λογοτεχνίας που έχει
πεθάνει.
Πρώτη δημοσίευση: Ποιείν - Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης, 2 Ιουλίου 2025
