Για την επικοινωνία σήμερα: μια ημι-θεωρητική παρέμβαση
του Μιχάλη Κατσιγιάννη
Επικοινωνία. Ένα ζήτημα που μας καίει διαχρονικά και ανελέητα Για κάποιους – παίρνω το θάρρος να εντάξω και τον εαυτό μου σ’ αυτούς – υπάρχει μια δυσφορία στο σήμερα, μια αίσθηση ενός πολιτικού μη ανήκειν, μια αίσθηση ότι δεν υπάρχει θέση και ρόλος μεταξύ ανθρώπων που, πρώτον, αποδέχονται να δέχονται εντολές άκριτα και στα τυφλά και, δεύτερον, που αναπαράγουν αυτοβούλως το δόγμα της διαστρέβλωσης, της φανταχτερής εικόνας και του – με αρνητικό τρόπο – κενού λόγου. Γι’ αυτές τις ενστάσεις, φταίει – σημαντικά – ο σημερινός τρόπος νοηματοδότησης της επικοινωνίας. Η τελευταία, είναι σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Αυτό θα πει ότι είναι μεν πύργος, αλλά από τραπουλόχαρτα, δηλαδή εύθραυστος, ευάλωτος: αφετηριακά χαμένος – σε κάποιο σημείο/στάδιο του μέλλοντος . Εξηγώ.
Λέγεται συχνά, ακόμη και από αρκετούς που πράττουν έτσι όπως «κατηγορούν», ότι οι άνθρωποι δεν συνομιλούν ποιοτικά και ουσιαστικά, δεν διαβάζουν, δεν γράφουν, δεν είναι παραγωγικοί, δεν δημιουργούν και γενικότερα, απέχουν εντόνως από αυτό που θα ονομάζαμε με τη θεωρητική βοήθεια του Χαν (2025 βλ. επίσης, Κατσιγιάννης, 2025β) ως αφηγηματικές καταστάσεις και διαδικασίες. Λέγεται δηλαδή ότι έχει διαβρωθεί η επικοινωνία, έχει αποδυναμωθεί σε σημαντικό βαθμό, η – πάσης φύσεως – ουσιαστική αλληλεπίδραση και επικοινωνιακή διάσταση των ανθρώπων και των κοινωνιών. Εδώ, κάτι υπάρχει.
Πράγματι, η πλειονότητα των ανθρώπων απέχει και απαξιεί για ζητήματα που προβάλλουν και προωθούν εναλλακτικές, ριζοσπαστικές και συγκρουσιακές ιδέες, προτιμούν την άχρηστη και αντι-ερωτική επιφάνεια των πραγμάτων αντί του πολύτιμου και ηδονικού βάθους που κρύβουν. Και εμμένουν σ’ έναν τρόπο ζωής βαθιά απομονωτικό, στην πραγματικότητα, παρά τα φώτα, τόσο από τον ίδιο τους τον εαυτό όσο και από τους άλλους ανθρώπους και τα πράγματα γύρω τους. Κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια σ’ αυτή την καθόλα υπαρκτή σήψη.
Αλλά το να ειπωθεί ότι οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν, είναι λάθος. Επικοινωνούν, αλλά επικοινωνούν με τρόπους και για λόγους οι οποίοι βασίζονται σε μια συναλλακτική ηθική, σε μια λογική κέρδους και, επιπλέον, η μορφή επικοινωνίας που ενστερνίζονται και οικειοποιούνται βρίσκεται «εντός των τειχών» και εξυπηρετεί το κλίμα, αλλά και τα συμφέροντα του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καθεστώτος, το οποίο πασχίζει – και καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό – την αλλοτρίωση των υποκειμένων και την επιβολή μιας μηχανιστικής, κανονιστικής και κανονικοποιητικής ύπαρξης και δράσης.
Με άλλα λόγια, η – ποικιλότροπη – επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων υπήρχε πάντα, υπάρχει τώρα και προφανώς θα συνεχίσει να υπάρχει. Αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ. Επομένως, αυτό που έχει σημασία είναι να μελετάται κάθε φορά, ποιοι είναι οι τρόποι και οι λόγοι για τους οποίους επικοινωνούν οι άνθρωποι.
Σχετικά με τη σημερινή επιβολή, πρέπει να ειπωθούν πράγματα. Οι άνθρωποι δεν κατανοούν ότι απέχουν από την «καλή» και «θετική» επικοινωνία. Ίσα-ίσα, στη σημερινή κοινωνία της πληροφορίας, έχουν την εντύπωση ότι υπερ-συμμετέχουν, ότι υπερ-παράγουν εκφωνήσεις. Δεν καταλαβαίνουν ότι επικοινωνούν σκοτώνοντας την επικοινωνία. Ας εξετάσουμε λίγο αυτή την – σίγουρη – ψευδαίσθηση.
Σε αντίθεση με παλιότερα, αυτή η επιβολή, δεν πραγματοποιείται στη βάση μιας συνομιλίας σε πρώτο πρόσωπο, δεν εκτυλίσσεται σε πρώτο πλάνο και δεν επιχειρεί να εξαναγκάσει επιστρατεύοντας την «αρνητικότητα» που διακατέχει τον παλιό άμεσο εξουσιαστικό μηχανισμό της κυριαρχικής και πειθαρχικής κοινωνικής οργάνωσης, δηλαδή μέσω βίαιων και αυταρχικών μεθόδων (βλ. Φουκώ, 1989̇ Φουκώ, 2008̇ Ball, 2021̇ Χαν, 2023).
Οι σημερινοί τρόποι επιβολής όχι της σιωπής, όπως ξεκαθαρίστηκε, αλλά της αλλοτριωμένης και πλασματικής επικοινωνίας, είναι έμμεσοι, υπόγειοι και χαρακτηρίζονται από μια «θετικότητα»: όχι πια απειλές, περιορισμούς, εξαναγκασμούς κι εντάσεις, αλλά κολακείες, συναισθηματικούς εκβιασμούς και πλαστό ενδιαφέρον: μια ψυχοπολιτική συνθήκη (Χαν, 2023). Έτσι, μέσω μιας «φιλικής» και «καλοσυνάτης» εξουσίας (Χαν, 2023: 29), που δείχνει να ενδιαφέρεται με θέρμη και ζήλο γι’ αυτούς (και όντως συμβαίνει αυτό, αλλά μόνο για να καταφέρει πιο πλήρη έλεγχο, πιο διευρυμένη επιτήρηση πάνω στα σώματα και τις σκέψεις τους), οι άνθρωποι πείθονται αποτελεσματικά και ήρεμα ν’ ακολουθήσουν προτεινόμενα είδη συμμετοχής ανίκανα να απειλήσουν την κατεστημένη πραγματικότητα και αντίθετα, να συμβάλλουν, με τους τρόπους επικοινωνίας που θα διαμορφώσουν, στη συντήρηση και τη διεύρυνση αυτής της κατεστημένης πραγματικότητας.
Με άλλα λόγια, εκεί που η παλιά εξουσία «πειθαρχεί και […] υποτάσσει με εξαναγκασμούς ή απαγορεύσεις», η σημερινή εξουσία, «δεν […] επιβάλλει τη σιωπή», αλλά «προτρέπει διαρκώς ν’ ανακοινώνουμε, να μοιραζόμαστε, να συμμετέχουμε, εκφράζουμε τη γνώμη μας, τις ανάγκες μας, τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις μας» (Χαν, 2023: 29̇ βλ. επίσης, Κατσιγιάννης, 2025α).
Επομένως, ο «εχθρός» δεν είναι κάποιος ή κάτι που επιβάλλει σιωπή στους ανθρώπους, αλλά το γεγονός ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι, επιτελούν οικειοθελώς παρα-αφηγηματικές, παρα-επικοινωνιακές πρακτικές που συμβάλουν στην περαιτέρω διόγκωση του μεγάλου προβλήματος της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Συνεπώς, νομίζω ότι τα πράγματα είναι πιο δύσκολα απ’ ότι ίσως νόμιζε κανείς. Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε να παλέψουμε κάποια κατάσταση στην οποία κυριαρχεί η απουσία της επικοινωνίας. Όχι βέβαια. Αυτό ίσως να ήταν πιο εύκολο εγχείρημα. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με μια πιο περίπλοκη κατάσταση στην οποία κυριαρχεί – ως παράδειγμα και κανονικότητα – η διαστρεβλωμένη, ψευδεπίγραφη έκφανση της επικοινωνίας. Και το πιο σημαντικό: η ψευδαίσθηση ότι πρόκειται για την αληθινή – με την έννοια της ουσιαστικής διαλεκτικής – επικοινωνία.
Τέλος, θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στους λεγόμενους – συχνά αυτοαποκαλούμενους – «ανθρώπους του πολιτισμού», οι οποίοι φέρουν αρκετά μεγάλη ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση της επικοινωνιακής αποχαύνωσης και γνωστικής πίκρας. Στην κατηγορία αυτή συναθροίζονται καλλιτέχνες κάθε τέχνης, διανοούμενοι και λοιποί άνθρωποι που θεωρείται ότι προάγουν μια κουλτούρα κριτικής σκέψης που δεν αρέσκεται στο επιφαινόμενο αλλά σκάβει, ψάχνει και αναζητά εναλλακτικές αλήθειες.
Επειδή το θέμα το κειμένου μου δεν είναι αυτό, αφήνω ασχολίαστο το γεγονός ότι η λογική/πρακτική αυτή αποτελεί μια ελιτίστικη συνθήκη, μια παιδαγωγική από τα πάνω, και προχωρώ σε μια θέση/τοποθέτηση σχετικά με αυτό. Εκείνοι που ασχολούνται με τον εαυτό τους και τον κόσμο καταβάλλοντας κάποιον ψυχοδιανοητικό κόπο και παράγουν υβριδικές μορφές ζωής που καθήκον τους είναι ο – όχι επί τούτου – αντίλογος (κατεξοχήν πεδίο αυτού, η ποίηση), είναι χρήσιμο να προσπαθήσουν να απο-περιχαρακώσουν – στο μέτρο όχι της θέλησής τους αλλά των δυνατοτήτων τους – τον αισθητικο-πολιτικό χώρο στον οποίο συμμετέχουν, να επιτελέσουν αντι-δογματικές παρεμβάσεις και να αποδεχθούν την οπτική ενός άτακτου και πολυδιάστατου λόγου περί πολλαπλότητας και – άνευ προσωπικού συμφέροντος – κριτικής.
Βιβλιογραφία
Ball, S. J. (2021). Ο Foucault, η Εξουσία και η Εκπαίδευση (Ρ. Βασιλάκη, Μτφρ., Μ. Σεβαστιάδου, Επιμ.). Αθήνα: Gutenberg.
Κατσιγιάννης, M. (2025α). Για την πρακτική της διδασκαλίας: από την πειθαρχική εξουσία στον εκβιασμό της ψυχοπολιτικής. Βαβυλωνία. Ανακτήθηκε 28 Σεπτεμβρίου 2025, από: Για την πρακτική της διδασκαλίας: από την πειθαρχική εξουσία στον εκβιασμό της ψυχοπολιτικής - Βαβυλωνία
Κατσιγιάννης, M. (2025β). Σημειώσεις για τη νεοφιλελευθεροποίηση της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στην προσχολική εκπαίδευση. Βαβυλωνία. Ανακτήθηκε 28 Σεπτεμβρίου 2025, από: Σημειώσεις για τη νεοφιλελευθεροποίηση της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στην προσχολική εκπαίδευση - Βαβυλωνία
Φουκώ, Μ. (1989). Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής (Κ. Χατζηδήμου Ι. Ράλλη, Μτρφ.). Αθήνα: Ράππας.
Φουκώ, Μ. (2008). Το μάτι της εξουσίας. Τ. Μπέτζελος. Μτφρ), Αθήνα: Βάνιας.
Χαν, Μ.-Τ. (2023). Ψυχοπολιτική: ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνικές εξουσίας (Β. Τσαλής, Μτφρ). Αθήνα: Opera.
Χαν, Μ.-Τ. (2025). Η κρίση της αφήγησης (Β. Τσαλής, Μτφρ.). Αθήνα: Opera.
